τεταραγμένως: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> με [[ταραχή]], [[σύγχυση]] («τὰς ψυχάς [[τεταραγμένως]] διακεῑσθαι», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>τεταραγμένος</i> του [[ταράσσω]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> με [[ταραχή]], [[σύγχυση]] («τὰς ψυχάς [[τεταραγμένως]] διακεῑσθαι», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>τεταραγμένος</i> του [[ταράσσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετᾰραγμένως:''' επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ., σε [[σύγχυση]], σε [[ταραχή]], σε Ισοκρ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετᾰραγμένως Medium diacritics: τεταραγμένως Low diacritics: τεταραγμένως Capitals: ΤΕΤΑΡΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: tetaragménōs Transliteration B: tetaragmenōs Transliteration C: tetaragmenos Beta Code: tetaragme/nws

English (LSJ)

Adv., (ταράσσω)

   A confusedly, Pl.Lg.668e, Isoc.15.245, Epicur.Ep.1p.14U., J.Vit.17, Plu.Ant.37.

German (Pape)

[Seite 1096] adv. part. perf. pass. von ταράσσω, zerstreu't, unordentlich, Plat. Legg. II, 668 e.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰραγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ ταράσσω, ἐν συγχύσει, ἐν ταραχῇ, Πλάτ. Νόμ. 668Ε, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 262, Πλουτ. Ἀντών. 37.

French (Bailly abrégé)

adv.
en désordre.
Étymologie: part. pf. Pass. de ταράσσω.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με ταραχή, σύγχυση («τὰς ψυχάς τεταραγμένως διακεῑσθαι», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τεταραγμένος του ταράσσω.

Greek Monotonic

τετᾰραγμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ., σε σύγχυση, σε ταραχή, σε Ισοκρ.