τιμήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[τιμάεις]], -εσσα, -εν, και συνηρ. τ. αρσ. [[τιμῆς]] ή [[τιμῇς]] και τ. θηλ. σε <b>επιγρ.</b> τιμάFεσσα Α<br /><b>1.</b> (για θεούς και ανθρώπους) αυτός που [[είναι]] ή γίνεται [[αντικείμενο]] σεβασμού και τιμών, ο [[σεβαστός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[πολύτιμος]], [[ακριβός]] («καὶ χρυσὸν [[τιμῆντα]] καὶ ἄργυρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τεχν</i>-<i>ήεις</i>, (<b>βλ.</b> και λ. -<i>όεις</i>)].
|mltxt=και δωρ. τ. [[τιμάεις]], -εσσα, -εν, και συνηρ. τ. αρσ. [[τιμῆς]] ή [[τιμῇς]] και τ. θηλ. σε <b>επιγρ.</b> τιμάFεσσα Α<br /><b>1.</b> (για θεούς και ανθρώπους) αυτός που [[είναι]] ή γίνεται [[αντικείμενο]] σεβασμού και τιμών, ο [[σεβαστός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[πολύτιμος]], [[ακριβός]] («καὶ χρυσὸν [[τιμῆντα]] καὶ ἄργυρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τεχν</i>-<i>ήεις</i>, (<b>βλ.</b> και λ. -<i>όεις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῑμήεις:''' -εσσα, -εν, συνηρ. [[τιμῇς]], αιτ. [[τιμῆντα]]· Δωρ. [[τιμάεις]]·<br /><b class="num">1.</b> τιμημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[μεγάλη]] [[υπόληψη]] από τους ανθρώπους, σε Όμηρ.· συγκρ. <i>τιμηέστερος</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[βαρύτιμος]], [[πολύτιμος]], σε Όμηρ.· υπερθ. <i>τιμηέστατος</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμήεις Medium diacritics: τιμήεις Low diacritics: τιμήεις Capitals: ΤΙΜΗΕΙΣ
Transliteration A: timḗeis Transliteration B: timēeis Transliteration C: timieis Beta Code: timh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, acc. τιμήϝεντα (τιμετε[ lapis) prob. in Supp.Epigr.4.44 (Sicily); contr. τιμῆς Il. 9.605; acc.

   A τιμῆντα 18.475; Dor. τιμάεις BCH21.599 (Delph., iv B.C.); pl. τιμάεντες Pi.I.4(3).7(25); Pamphyl. fem. τιμάϝεσα Schwyzer 686.6:—honoured, esteemed, of men or gods, Il.9.605, Od.13.129, 18.161: Comp., τιμηέστερος πέλεται 1.393.    2 of things, prized, costly, χρυσός Il.18.475, Od.8.393; δῶρον 1.312: Sup., [δῶρον] τιμηέστατον 4.614, 15.114; ἐμπόλημα -έστατον Com.Adesp.1226: Dor. contr. Sup. τιμαστάτων (gen. pl.) may perh. be restored in Archyt. ap. Stob.1.48.6 (τιμαιέτατων, τιμαετάτων, τιμαοτάτων codd., τιμαεστάτων cj. Gaisf.).

German (Pape)

[Seite 1115] εσσα, εν, zsgzgn τιμῇς, Il. 9, 605, acc. τιμῆντα, Il. 18, 475, u. dor. τιμᾶντα, Pind.; geschätzt, geehrt, in Ansehen stehend; von Menschen, Od. 13, 129. 18, 160; von Sachen, werthvoll, kostbar, χρυσός, δῶρον, Od. 1, 312. 8, 393. 11, 327; τιμηέστερος, 1, 393; superl. τιμηέστατος, 4, 614. 15, 114; τιμάεντες, Pind. I. 3, 25; und einzeln bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμήεις: εσσα, εν· συνῃρ. τιμῇς Ἰλ. Ι. 605· αἰτ. τιμῆντα Σ. 475· Δωρ. τιμάεις Πινδ. Ι. 4. 12 (3. 25)· - τετιμημένος, ἔντιμος, ἐκτιμώμενος ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 605 (601), Ὀδ. Ν. 129., Σ. 161. -Συγκρ., τιμηέστερος πέλεται Α. 393. 2) ἐπὶ πραγμάτων, βαρύτιμος, πολύτιμος, χρυσός Ἰλ. Σ. 475, Ὀδ. Θ. 393· δῶρον Α. 312· ὑπερθετ., τιμηέστατον δῶρον Δ. 614., Ο. 114· ἐμπόλημα τιμηέστατον Κωμ. Ἀνών. 36.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
1 honoré, considéré, estimé;
2 digne de prix, précieux;
Cp. τιμηέστερος, Sp. τιμηέστατος.
Étymologie: τιμή.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τιμάεις, -εσσα, -εν, και συνηρ. τ. αρσ. τιμῆς ή τιμῇς και τ. θηλ. σε επιγρ. τιμάFεσσα Α
1. (για θεούς και ανθρώπους) αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο σεβασμού και τιμών, ο σεβαστός
2. (για πράγμ.) πολύτιμος, ακριβός («καὶ χρυσὸν τιμῆντα καὶ ἄργυρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + επίθημα -ήεις (πρβλ. τεχν-ήεις, (βλ. και λ. -όεις)].

Greek Monotonic

τῑμήεις: -εσσα, -εν, συνηρ. τιμῇς, αιτ. τιμῆντα· Δωρ. τιμάεις·
1. τιμημένος, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη υπόληψη από τους ανθρώπους, σε Όμηρ.· συγκρ. τιμηέστερος, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για πράγματα, βαρύτιμος, πολύτιμος, σε Όμηρ.· υπερθ. τιμηέστατος, σε Ομήρ. Οδ.