τιμωρός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[τιμωρός]], -όν, ΝΜΑ, και [[ασυναίρετος]] δωρ. τ. [[τιμάορος]] και ιων., επικ. τ. [[τιμήορος]], -ον και [[τιμάωρ]], ὁ, Α<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλει [[τιμωρία]] σε κάποιον (α. «[[αυστηρός]] [[τιμωρός]] τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «[[δίκη]] κακῶν [[τιμωρός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκδικητής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo τιμωρόν</i><br />το [[κώνειο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[επίκουρος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκτελεστής]] ποινών, [[δήμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>τιμ</i>-<i>ωρός</i> έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό τη λ. [[τιμή]] «[[αξία]], [[εκτίμηση]]» και β' συνθετικό -<i>ωρός</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. <i>wer</i>-/ <i>wor</i>- «[[παρατηρώ]], [[προσέχω]], [[φυλάσσω]]» του ρ. <i>ὁρῶ</i>, <b>πρβλ.</b> [[οὖρος]] [Ι] «[[φύλακας]], [[προστάτης]]», [[ὄρομαι]] «[[επιβλέπω]], [[επιτηρώ]]», για τη [[μορφή]] και τη σημ. του β' συνθετικού <b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>θυρ</i>-<i>ωρός</i>, <i>σκευ</i>-<i>ωρός</i>). Ο δωρ. τ. <i>τιμᾱ</i>-<i>ορος</i> έχει σχηματιστεί με β' συνθετικό -<i>ορος</i> που εμφανίζει τη [[δασύτητα]] του <i>ὁρῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έφ</i>-<i>ορος</i>) και ανάγεται στη [[μορφή]] <i>sor</i>- της ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>). Η λ. [[τιμωρός]] με αρχική σημ. «αυτός που προστατεύει, επιβλέπει, προσέχει την [[τιμή]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά τον βοηθό, τον επίκουρο και [[μάλιστα]] αυτόν που βοηθάει έναν αδικημένο να ανταποδώσει την [[αδικία]], του εκδικητή. Η τελευταία σημ. της λ. οδήγησε ορισμένους στη σύνδεσή της με την [[οικογένεια]] τών [[τίνω]], [[ποινή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[τιμή]])].
|mltxt=ο, η / [[τιμωρός]], -όν, ΝΜΑ, και [[ασυναίρετος]] δωρ. τ. [[τιμάορος]] και ιων., επικ. τ. [[τιμήορος]], -ον και [[τιμάωρ]], ὁ, Α<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλει [[τιμωρία]] σε κάποιον (α. «[[αυστηρός]] [[τιμωρός]] τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «[[δίκη]] κακῶν [[τιμωρός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκδικητής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo τιμωρόν</i><br />το [[κώνειο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[επίκουρος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκτελεστής]] ποινών, [[δήμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>τιμ</i>-<i>ωρός</i> έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό τη λ. [[τιμή]] «[[αξία]], [[εκτίμηση]]» και β' συνθετικό -<i>ωρός</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. <i>wer</i>-/ <i>wor</i>- «[[παρατηρώ]], [[προσέχω]], [[φυλάσσω]]» του ρ. <i>ὁρῶ</i>, <b>πρβλ.</b> [[οὖρος]] [Ι] «[[φύλακας]], [[προστάτης]]», [[ὄρομαι]] «[[επιβλέπω]], [[επιτηρώ]]», για τη [[μορφή]] και τη σημ. του β' συνθετικού <b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>θυρ</i>-<i>ωρός</i>, <i>σκευ</i>-<i>ωρός</i>). Ο δωρ. τ. <i>τιμᾱ</i>-<i>ορος</i> έχει σχηματιστεί με β' συνθετικό -<i>ορος</i> που εμφανίζει τη [[δασύτητα]] του <i>ὁρῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έφ</i>-<i>ορος</i>) και ανάγεται στη [[μορφή]] <i>sor</i>- της ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>). Η λ. [[τιμωρός]] με αρχική σημ. «αυτός που προστατεύει, επιβλέπει, προσέχει την [[τιμή]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά τον βοηθό, τον επίκουρο και [[μάλιστα]] αυτόν που βοηθάει έναν αδικημένο να ανταποδώσει την [[αδικία]], του εκδικητή. Η τελευταία σημ. της λ. οδήγησε ορισμένους στη σύνδεσή της με την [[οικογένεια]] τών [[τίνω]], [[ποινή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[τιμή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῑμωρός:''' -όν, συνηρ. από το τιμ-άορος ([[τιμή]], [[ἀείρω]])· [[φύλακας]] της [[τιμής]]· και ομοίως,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βοηθάει, που συντρέχει, και ως ουσ., [[βοηθός]], [[επίκουρος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>τὸν ἐμὸν τιμάορον</i>, τον προστάτη μου θεό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βοηθάει κάποιον που έχει αδικηθεί, αυτός που εκδικείται, και ως ουσ., [[εκδικητής]], στον ίδ., σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., αυτός που βοηθάει κάποιον να εκδικηθεί για κάποιο [[πράγμα]], σε Σοφ.· [[λόγος]] [[τιμωρός]], [[έκκληση]] ή [[αιτία]] εκδίκησης, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:07, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμωρός Medium diacritics: τιμωρός Low diacritics: τιμωρός Capitals: ΤΙΜΩΡΟΣ
Transliteration A: timōrós Transliteration B: timōros Transliteration C: timoros Beta Code: timwro/s

English (LSJ)

όν, contr. from τιμάορος (v. sub fin.), which remains as a Dor. form in Pi.O. 9.84 (trisyll.), A.Ag.514, al., E.Fr.318.4, IG14.1389 ii 29 (Rome), etc.; in late Ep. τιμήορος, A.R.4.709, 1358, 1730: A.Supp.42 (lyr.) has an acc. τιμάορα, as if from τιμάωρ, ορος, ὁ:—

   A avenging, and as Subst. avenger, τ. τινός any one's avenger, A.Ag.1280, 1324, 1578, S.El.811, 1156, etc.: c. dat., τ. τινὶ γενέσθαι Antipho 1.2: c. gen. rei, helping one to vengeance for a thing, πατρὶ τ. φόνου S.El. 14: abs., ἐπεὶ τιμάορος ἕστωρ the founder is the avenger, IG l.c. (cf. Berl.Sitzb.1928.19): not always of persons, δίκη κακῶν τ. S.Fr.107.9; ἡ τῶν συγγενῶν αἱμάτων τ. δίκη Pl.Lg.872e, cf. 716a; χείρ E.Hec. 843; λόγος τ. a plea or argument for vengeance, Hdt.7.5.    2 executioner, Plb.2.58.8.    3 τιμωρόν, τό, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.    II succouring, and as Subst. succourer of one who has been attacked or wronged, Hdt.2.141, 7.171, Th.4.2; τὸν ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν my tutelary god, A.Ag.514; ἡρῷσσαι, Λιβύης τιμήοροι ἠδὲ θύγατρες A.R.4.1358; Ἀπόλλωνα . . Ἀνάφης τιμήορον ib.1730.    2 metaph., ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις I have come to pay honour to . ., Pi.l.c. (τιμα-ορος perh. 'penalty-exactor', fr. τιμή 111 and ἄρνυμαι:—for the accentuations τιμάορος: τιμωρός, cf. λυράοιδος: λυρῳδός, on which see Hdn.Gr.1.229.)

German (Pape)

[Seite 1117] ion. τιμήορος, dor. τιμάορος, eigtl. die Ehre wahrend, und daher die verletzte Ehre Jemandes schützend; helfend, beschirmend, beistehend; ἦλθον τιμάορος μίτραις, Pind. Ol. 9, 84; Her. 2, 141; ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν, Aesch. Ag. 500; – rächend; τιμωρός τινος, Jemandes Rächer, ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ τιμάορος, 1263, vgl. 1560; Ch. 141; Soph. El. 801; σύ μοι γενοῦ τιμωρὸς ἀνδρός, Eur. Hec. 790; τιμωροὺς λιπέσθαι τῶν δεδραμένων δίκην, Herc. F. 168; auch χεῖρα τιμωρόν, Hec. 843; auch τινί, Her. 7, 171; λόγος τιμωρός, zur Rache auffordernde Rede, 7, 5; πατρὶ τιμωρὸν φόνου, Soph. El. 14; – der Peiniger, Scharfrichter, Pol. 2, 58, 8.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμωρός: -όν, συνῃρ. ἐν τοῦ τιμάορος (ἴδε ἐν τέλ.), ὅπερ διαμένει ὡς Δωρικ. τύπος παρὰ Πινδ. Ο. 9. 124, Αἰσχύλ., κλπ.· παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. τιμήορος· - ὁ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκέτ. 43 ἔχει ὡς αἰτ. τιμάορα, ὥσπερ ἐξ ὀνομ. τιμάωρ, ορος, ὁ· - κυρίως, ὁ φύλαξ τῆς τιμῆς· ὅθεν, 1) ὁ βοηθῶν, συντρέχων, καὶ ὡς οὐσιαστ., βοηθός, ἐπίκουρος, Ἡρόδ. 2. 141., 7. 171, Θουκ. 4. 2· τὸν ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν, τὸν προστάτην μου θεόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 514. ΙΙΙ. ὁ βοηθῶν τὸν ἀδικηθέντα, ἐκδικῶν αὐτόν, καὶ ὡς οὐσιαστ., ἐκδικητής, τ. τινος αὐτόθι 1280, 1324, 1578, Σοφ. Ἡλ. 811, 1154, κλπ.· ὡσαύτως μετὰ δοτ., τιμ. τινι Ἀντιφῶν 111. 40, Θουκ. 4. 2· καὶ μετὰ γεν. πράγμ., ὁ βοηθῶν τινα εἰς ἐκδίκησιν διά τι πρᾶγμα, πατρὶ τ. φόνου Σοφ. Ἠλ. 14· - ἀλλ’ οὐχὶ πάντοτε ἐπὶ προσώπων, δίκη κακῶν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 94· ἡ τῶν ξυγγενῶν αἱμάτων τ. δίκη Πλάτ. Νόμ. 872E, πρβλ. 716A· χεὶρ Εὐρ. Ἑκ. 843· λόγος τ. Ἡρόδ. 7. 5. 2) ὁ δήμιος, Πολύβ. 2. 58, 8· = οἱ ἐπὶ τῶν τιμωριῶν ἐν Πλουτ. Ἀρτοξ. 14, 17. (Κυρίως τιμάϝορος, ἴδε ἐν λ. οὖρος (B).)

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 protecteur, défenseur;
2 vengeur : τινος, τινι de qqn ; τινί τινος qui venge qqn d’un crime commis contre lui.
Étymologie: contr. p. τιμάορος de τιμή, αἴρω.

Greek Monolingual

ο, η / τιμωρός, -όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, -ον και τιμάωρ, ὁ, Α
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ.)
2. εκδικητής
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo τιμωρόν
το κώνειο
αρχ.
1. βοηθός, επίκουρος
2. ως ουσ. εκτελεστής ποινών, δήμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τιμ-ωρός έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό τη λ. τιμή «αξία, εκτίμηση» και β' συνθετικό -ωρός (< ρ. wer-/ wor- «παρατηρώ, προσέχω, φυλάσσω» του ρ. ὁρῶ, πρβλ. οὖρος [Ι] «φύλακας, προστάτης», ὄρομαι «επιβλέπω, επιτηρώ», για τη μορφή και τη σημ. του β' συνθετικού βλ. και λ. ορώ), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θυρ-ωρός, σκευ-ωρός). Ο δωρ. τ. τιμᾱ-ορος έχει σχηματιστεί με β' συνθετικό -ορος που εμφανίζει τη δασύτητα του ὁρῶ (πρβλ. έφ-ορος) και ανάγεται στη μορφή sor- της ρίζας (βλ. και λ. ορώ). Η λ. τιμωρός με αρχική σημ. «αυτός που προστατεύει, επιβλέπει, προσέχει την τιμή» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά τον βοηθό, τον επίκουρο και μάλιστα αυτόν που βοηθάει έναν αδικημένο να ανταποδώσει την αδικία, του εκδικητή. Η τελευταία σημ. της λ. οδήγησε ορισμένους στη σύνδεσή της με την οικογένεια τών τίνω, ποινή (βλ. και λ. τιμή)].

Greek Monotonic

τῑμωρός: -όν, συνηρ. από το τιμ-άορος (τιμή, ἀείρωφύλακας της τιμής· και ομοίως,
I. αυτός που βοηθάει, που συντρέχει, και ως ουσ., βοηθός, επίκουρος, σε Ηρόδ., Θουκ.· τὸν ἐμὸν τιμάορον, τον προστάτη μου θεό, σε Αισχύλ.
II. αυτός που βοηθάει κάποιον που έχει αδικηθεί, αυτός που εκδικείται, και ως ουσ., εκδικητής, στον ίδ., σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., αυτός που βοηθάει κάποιον να εκδικηθεί για κάποιο πράγμα, σε Σοφ.· λόγος τιμωρός, έκκληση ή αιτία εκδίκησης, σε Ηρόδ.