τύπτω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(42)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>(λόγιοςτ.)</b> [[χτυπώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ελέγχω]], [[επιτιμώ]] («μέ τύπτει η συνείδησή μου» — [[νιώθω]] [[μεταμέλεια]] για [[κάτι]] επιλήψιμο που έκανα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προξενώ]] πληγές με [[χτύπημα]] ράβδου<br /><b>2.</b> (στον Όμ.) [[πλήττω]] με πολεμικά όπλα («[[ξίφος]] ὀξύ, τῷ ὃ γε [[γαστέρα]] τύψε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κρούω]] («ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ» — έπεσε [[καταγής]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]] με [[κεντρί]], [[κεντώ]] (α. «οἱ βασιλεῑς μελιττῶν... οὐ τύπτουσιν», <b>Αριστοτ.</b><br />θ. «[[ὄφις]] μ' ἔτυψε [[μικρός]]», Ανακρ.)<br /><b>5.</b> (σχετικά με βέλη, ακόντια ή οποιαδήποτε βλήματα) [[βάλλω]]<br /><b>6.</b> [[κόβω]] [[νόμισμα]]<br /><b>7.</b> (μτφ. α) [[στενοχωρώ]] πολύ, [[πληγώνω]] («τὸν δ' [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῑαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>) β) (για την [[καρδιά]]) πάλλομαι ορμητικά, [[ιδίως]] από φόβο («ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ [[καρδία]] σου;», ΠΔ)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>τύπτομαι</i><br />α) [[χτυπιέμαι]] και, ειδικότερα, [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[θλίψη]], [[στηθοκοπιέμαι]]<br />β) (με αιτ.) [[θρηνώ]] κάποιον («τὸν δὲ τύπτονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (με σύστοιχη αιτ.) [[κάνω]] πληγές, πληγώνομαι («τυπτόμενος πολλάς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τύπ</i>-<i>τω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τυπ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κλέπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>teup</i>- «[[σπρώχνω]], ωθώ» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[στύπος]] [Ι]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>tupati</i> «[[χτυπώ]], [[πληγώνω]]», αρχ. σλαβ. <i>tŭpati</i> «[[κτύπος]] της καρδιάς», <i>tŭpŭtŭ</i> «[[θόρυβος]]». Από τα παρ. του ρ. [[τύπτω]], η λ. [[τύπος]], [[εκτός]] από την αρχική σημ. «[[κτύπος]]», έλαβε ειδικότερες σημ., όπως: «[[αποτύπωμα]]», «[[σχήμα]], [[μορφή]]» «[[μήτρα]], [[καλούπι]]», «[[πρότυπο]], [[υπόδειγμα]]», «[[χαρακτήρας]], [[τρόπος]] συμπεριφοράς» (για τις σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύπος]]) και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στο τεχνικό [[λεξιλόγιο]]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>(λόγιοςτ.)</b> [[χτυπώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ελέγχω]], [[επιτιμώ]] («μέ τύπτει η συνείδησή μου» — [[νιώθω]] [[μεταμέλεια]] για [[κάτι]] επιλήψιμο που έκανα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προξενώ]] πληγές με [[χτύπημα]] ράβδου<br /><b>2.</b> (στον Όμ.) [[πλήττω]] με πολεμικά όπλα («[[ξίφος]] ὀξύ, τῷ ὃ γε [[γαστέρα]] τύψε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κρούω]] («ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ» — έπεσε [[καταγής]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]] με [[κεντρί]], [[κεντώ]] (α. «οἱ βασιλεῑς μελιττῶν... οὐ τύπτουσιν», <b>Αριστοτ.</b><br />θ. «[[ὄφις]] μ' ἔτυψε [[μικρός]]», Ανακρ.)<br /><b>5.</b> (σχετικά με βέλη, ακόντια ή οποιαδήποτε βλήματα) [[βάλλω]]<br /><b>6.</b> [[κόβω]] [[νόμισμα]]<br /><b>7.</b> (μτφ. α) [[στενοχωρώ]] πολύ, [[πληγώνω]] («τὸν δ' [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῑαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>) β) (για την [[καρδιά]]) πάλλομαι ορμητικά, [[ιδίως]] από φόβο («ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ [[καρδία]] σου;», ΠΔ)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>τύπτομαι</i><br />α) [[χτυπιέμαι]] και, ειδικότερα, [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[θλίψη]], [[στηθοκοπιέμαι]]<br />β) (με αιτ.) [[θρηνώ]] κάποιον («τὸν δὲ τύπτονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (με σύστοιχη αιτ.) [[κάνω]] πληγές, πληγώνομαι («τυπτόμενος πολλάς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τύπ</i>-<i>τω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τυπ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κλέπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>teup</i>- «[[σπρώχνω]], ωθώ» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[στύπος]] [Ι]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>tupati</i> «[[χτυπώ]], [[πληγώνω]]», αρχ. σλαβ. <i>tŭpati</i> «[[κτύπος]] της καρδιάς», <i>tŭpŭtŭ</i> «[[θόρυβος]]». Από τα παρ. του ρ. [[τύπτω]], η λ. [[τύπος]], [[εκτός]] από την αρχική σημ. «[[κτύπος]]», έλαβε ειδικότερες σημ., όπως: «[[αποτύπωμα]]», «[[σχήμα]], [[μορφή]]» «[[μήτρα]], [[καλούπι]]», «[[πρότυπο]], [[υπόδειγμα]]», «[[χαρακτήρας]], [[τρόπος]] συμπεριφοράς» (για τις σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύπος]]) και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στο τεχνικό [[λεξιλόγιο]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τύπτω:''' (√<i>ΤῨΠ</i>), Επικ. παρατ. <i>τύπτον</i>· μέλ. <i>τύψω</i>, Αττ. <i>τυπτήσω</i>· αόρ. <i>ἔτυψα</i>, μεταγεν. <i>ἐτύπτησα</i> — Παθ., αόρ. <i>ἐτύφθην</i>, αόρ. βʹ [[ἐτύπην]] [ῠ]· μέλ. <i>τῠπήσομαι</i>· απαρ. παρακ. <i>τετύφθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἴχνια τύπτιν</i>, περπατά στα ίχνη του, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[Ζέφυρος]] λαίλαπι τύπτων, ο [[δυτικός]] [[άνεμος]] χτυπά με [[μανία]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ἄχος]] κατὰ φρένα τύψε, [[μεγάλη]] [[θλίψη]] πλήγωσε την [[καρδιά]] του [[βαθιά]], στο ίδ.· <i>ἡ ἀληθείη ἔτυψε Καμβύσεα</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. όπως το <i>κόπτομαι</i>, Λατ. [[plangor]], [[χτυπώ]] τα στήθη μου από [[θλίψη]], στον ίδ.· με αιτ. προσ., [[θρηνώ]] για κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., χτυπούμαι, πλήττομαι, τραυματίζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[δέχομαι]] [[προσβολή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αντ., [[λαμβάνω]] πληγές, χτυπήματα, <i>ἕλκεα</i>, <i>ὅσσ' ἐτύπη</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τύπτομαι πολλὰς</i> (ενν. [[πληγάς]]), [[δέχομαι]] [[πολλά]] χτυπήματα, σε Αριστοφ.· ομοίως, με δοτ. <i>καιρίῃ</i> (ενν. <i>πληγῇ</i>) <i>τετύφθαι</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύπτω Medium diacritics: τύπτω Low diacritics: τύπτω Capitals: ΤΥΠΤΩ
Transliteration A: týptō Transliteration B: typtō Transliteration C: typto Beta Code: tu/ptw

English (LSJ)

Il.11.561, etc.: fut.

   A τύψω Nonn.D.44.160, Hierocl.Facet. 200: aor. 1 ἔτυψα, Ep. τύψα, Il.13.529, al., Emp.43, Hdt.3.64, but rare in Trag. and Att., as A.Eu.156 (lyr.), [Lys.] Fr.20 S.: Att. fut. τυπτήσω Ar.Nu.1443, Pl.21. Pl.Grg.527a, D.21.204: aor. 1 ἐτύπτησα first in Arist.Pol.1274b20 (as v.l.), then Philostr.VS2.1.8, Aesop.66, Hierocl.Facet.86: aor. 2 ἔτῠπον E.Ion 766 (lyr.); Ep. part. τετυπόντες Call.Dian.61 (perh. pf. τετύποντες): pf. τέτῠφα only in Theodos.Can.p.47 H.; τετύπτηκα Poll.9.129, Philostr.VS2.10.3:— Med., Hdt.2.61, Plu.Alex.3, etc., (κατ-) Sapph.62: aor. 1 ἐτυψάμην Luc.Asin.14, (ἀπ-) Hdt.2.40: fut. (in pass. sense) τυπτήσομαι Ar.Nu. 1379:—Pass., aor. 1 ἐτύφθην Plu.Galb.26, Gp.18.17.7, Hierocl. Facet.138, Zen.2.68; ἐτυπτήθην Ph.2.323: aor. 2 ἐτύπην [ῠ] Il.11.191, Pi.N.1.53, A.Pr.363, Ar.Ach.1194 (lyr.), Alciphr.3.57: pf. τέτυμμαι Il.13.782, A.Th.889 (lyr.), Eu.509 (lyr.), inf. τετύφθαι Hdt. 3.64; τετύπτημαι Luc.Demon.16, Arg.D.54:—In Att. and LXX the fut. and aor. are supplied by πατάσσω, e.g. τύπτει . . καὶ καταβάλλει πατάξας Lys.13.71; later sts. by παίω, e.g. ὁ δὲ παίσας ἐπερωτᾷ ποτέρᾳ τετύπτηκεν Poll.9.129; the pf. by πλήσσω; the Pass. partly (esp. in pf. and aor.) by πλήσσω: a complete paradigm of this verb is given by Theodos.Can.p.43 H., al.:—beat, strike, smite, τύπτουσιν ῥοπάλοισι (sc. τὸν ὄνον) Il. 11.561; ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα 6.117; ἴχνια τύπτε πόδεσσι πάρος κόνιν ἀμφιχυθῆναι 23.764; χθόνα τύπτε μετώπῳ Od.22.86; ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς 4.580, 9.104, al.; but in Hom. mostly with weapons of war, [ξίφει], δουρί, ἄορι, Il.4.531, 13.529, 20.378; ἐγχείῃσιν 13.782 (Pass.); φασγάνῳ Od.22.98; σκήπτρῳ τυπεὶς ἐκ τῆσδε χειρός S.OT811; μάστιγι Lex ap. Aeschin.1.139 (Pass.): c. acc. cogn., τ. τινὰ σχεδίην (sc. πληγήν) Il.5.830; πληγὰς τ. τινά Antipho 4.3.1, v. infr. 111.2: the part struck is sts. in acc., γαστέρα γάρ μιν τύψε παρ' ὀμφαλόν Il.21.180, cf. Pi.N.9.26, E.Andr.1150, etc.: with a Prep., Φόρκυνα . . κατὰ γαστέρα τύψε Il.17.313; ἐγκύμονά τις ἔτυψε κατὰ γαστρός [Lys.] l.c.; τ. τινὰ εἰς τὸν ὦμον X.Cyr.5.4.5; ἐπὶ κόρρης Pl.Grg. 527a; ἐπὶ τὴν σιαγόνα Ev.Luc.6.29; τ. χαλκώματα beat pots and pans (to make a noise), Sor.2.29: abs., strike, τύπτε δ' ἐπιστροφάδην Il. 21.20, cf. Od.22.308, Ar.Ra.610; τ. καὶ πνίγων Antipho 4.1.6; Ζέφυρος λαίλαπι τύπτων beating with fury, Il.11.306, cf. Pi.P.6.14 (s. v.l.).    2 even of missiles, ἐκ χειρὸς τοῖς λίθοις τύπτοντες Plb.3.53.4; whereas Hom. opposes τύπτειν to βάλλειν, δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ Il.11.191 = 206, cf. 15.495, al.    3 later, sting, ὄφις υ' ἔτυψε μικρός Anacreont.33.10; ὑπὸ σφηκῶν τύπτεσθαι X.HG4.2.12, cf. Gp.l.c.; πόδα κάκτος τ. Theoc.10.4; οἱ βασιλεῖς [μελιττῶν] . . οὐ τύπτουσιν Arist. HA553b6.    4 metaph., τὸν δ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν sharp grief smote him to the heart, Il.19.125; Καμβύσεα ἔτυψε ἡ ἀληθείη Hdt.3.64; ἔτυπεν ὀδύνα με πλευμόνων ἔσω E.Ion766 (lyr.); ξυμφορᾷ τετυμμένος A.Eu.509 (lyr.); ἀνίαισι τυπείς Pi.N.1.53; τύπτειν τὴν συνείδησίν τινος ἀσθενοῦσαν wound his conscience, 1 Ep.Cor.8.12; of divine punishment, ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ τύπτων LXX Ez.7.6(9); τύπτειν σε μέλλει ὁ θεός Act.Ap.23.3.    5 strike a coin, ἐξ ἀργύρου τυπτόμενον νόμισμα Hero *Mens.60.    II Med. τύπτομαι, beat, strike oneself, esp., like κόπτομαι, beat one's breast for grief, Hdt.2.61: c. acc. pers., mourn for a person, ib.42,132.    III Pass., to be beaten, struck, or wounded, δουρὶ τυπείς Il.11.191; ὑπὸ δουρί ib.433; δορὸς ὕπο Ar.Ach.1194 (lyr.); κράτων τυπτομένων Od.22.309.    2 c. acc. cogn., receive blows or wounds, ἕλκεα . . ὅσσ' ἐτύπη Il.24.421; τύπτομαι πολλάς (sc. πληγάς) I get many blows, Ar.Nu.972 (anap.), cf. Pax 644 (troch.), Ra.636, Lex ap.Aeschin.1.139: c. dat., καιρίῃ (sc. πληγῇ) τετύφθαι Hdt.3.64; v. supr. 1.1.

German (Pape)

[Seite 1162] schlagen; Curtius Grundz. d. Griech. Et. 2. Aufl. S. 204; Att. Prosa: τύπτω (τύπτομαι u. s. w.), τυπτήσω (Ar. Nub. 1443 Plat. Hipp. maj. 292 b), τυπτητέος (Demosth. 54, 44); Homer: τύπτουσιν, τύπτον, τυπτομένων u. dgl., τύψε(ν), τύψῃ, τύψον, τύψας, perf. pass. τετυμμένω Iliad. 13, 782, ἐτύπη, τυπείης, τυπείς; bei Andern: fut. τύψω, aor. ἐτύπτησα, aor. ἔτυπον und τέτυπον, perf. τετύπτηκα, perf. pass. τετύπτημαι, aor. pass. ἐτυπτήθην, vgl. Lob. Phryn. 764 Iac. A. P. 483 Ach. Tat. 830, fut. pass. τυπτήσομαι Ar. Nub. 1379, wofür Buttmann Ausf. Gr. Sprachl. 2. Ausg. Bd. 2 S. 87 τυπήσομαι will. – Τύπτω gehört zu den Verben, durch welche Homer nur den Angriff ἐκ χειρός bezeichnet, bei dem der Angreifende sich von der Waffe nicht trennt, wie beim Wurf und beim Schuß, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 51–70. Nach Homer ist der Gebrauch von τύπτειν freier; Hermesian. bei Athen. 13, 71 vs. 63 ὑπὸ σκολιοῖο τυπέντα τόξου, Pfeilschuß; Polyb. 3, 53, 4 τοῖς μὲν τὰς πέτρας ἐπικυλίοντες, τοὺς δ' ἐκ χειρὸς τοῖς λίθοις τύπτοντες, Steinwürfe; vgl. Soph. Aj. 255 πεφόβημαι λιθόλευστον Ἄρη ξυναλγεῖν μετὰ τοῦδε τυπείς. – Mit einem Stocke hauen, οἱ δέ τε παῖδες τύπτουσιν (τὸν ὄνον) ῥοπάλοισιν Il. 11, 560; vgl. Soph. O. R. 811; τύπτειν τῇ μάστιγι Plat. Legg. 9, 879 e; oft von scharfen Angriffswaffen, φασγάνῳ, ἄορι, ξίφεϊ, δουρί, ἔγχεσι, ἐγχείῃσι, Il. 4, 531. 13, 529. 524 u. sonst; auch ohne näher bestimmenden dat., κατὰ γαστέρα τύψεν 17, 313 Od. 22, 308; Ggstz βάλλειν Il. 11, 191. 15, 495. 20, 378. 462. 22, 68; sylleptisch, d. h. von beiden Arten der Verwundung, Wurf und Schlag zusammen, Iliad. 13, 782; – τύπτειν εἰς τὸν ὦμον Xen. Cyrop. 5, 4, 5; τὸν ἄνδρα τύπτειν τὰς πληγάς, ἐξ ὧν ἀπέθανεν Antiph. 4 γ 1. – Auch von Bienen, Skorpionen, Schlangen, = stechen. – Uebertragen, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν, verwundete ihn tief in der Seele, Il. 19, 125; ἡ ἀληθηΐη ἔτυψε Καμβύσεα, die Wahrheit traf, verletzte den Kambyses, Her. 3, 64; ἀνίαις τυπείς, Pind. N. 1, 53; ξυμφορᾷ τετυμμένος Aesch. Eum. 485; διανταῖος ἔτυπεν ὀδύνα με Eur. Ion. 766. – Ohne feindlichen Sinn, Iliad. 6, 117 ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν, ἄντυξ; ἅλα τύπτειν ἐρετμοῖς, das Meer mit Rudern schlagen, Od. oft; χθόνα μετώπῳ τύπτειν, den Erdboden mit der Stirn schlagen, zu Boden stürzen, 22, 86; ἴχνια πόδεσσι τύπτειν, die Spur mit den Füßen treten, Il. 23, 764; νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ, βαθείῃ λαίλαπι τύπτων, mit Sturmesgewalt peitschend, 11, 306; vgl. Pind. P. 6, 14; Folgde. – Med. sich schlagen, bes. sich die Brust schlagen, als Zeichen der Trauer, Her. oft; τύπτεσθαί τινα, Einen betrauern, 2, 42. 61. 132; Plut. Alex. 3 διέθεον τὰ πρόσωπα τυπτόμενοι καὶ βοῶντες. – Pass. geschlagen, verwundet werden, δουρὶ νῶτα τυπέντα Pind. N. 9, 26; πλευρὰ φασγάνῳ τυπείς Eur. Andr. 1151; auch die Verwundung, der Schlag im accus. dabei, Schläge, Wunden empfangen, ἕλκεα, ὅσσ' ἐτύπη Il. 24, 421; τύπτομαι πολλάς, sc. πληγάς, ich bekomme viele Schläge, Ar. Nubb. 959; τύπτεσθαι τῇ δημοσίᾳ μάστιγι πεντήκοντα πληγάς Aesch. 1, 139.

Greek (Liddell-Scott)

τύπτω: μέλλ. τύψω, πρῶτον παρὰ Νόννῳ· ἀλλ’ ἀόρ. α΄ ἔτυψα Ἰλ. Ν. 529, κ. ἀλλ., Ἡρόδ., ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττικ., οἷον Αἰσχύλ. Εὐμ. 156 (λυρ.), Λυσίου Ἀποσπ. 10. 2, Ἀττικ. μέλλ. τυπτήσω Ἀριστοφ. Νεφ. 1444, Πλ. 20, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292Β· ἀόριστ. α΄ ἐτύπτησα πρῶτον ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12. 13 (ἔνθα ὅμως ὁ Muret. τι πταίσωσι)· ― ἀόρ. β΄ ἔτῠπον μόνον ἐν Εὐρ. Ἴωνι 767, Ἐπικ. μετοχ. τετυπόντες Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 61· ― πρκμ. τέτῠφα μόνον παρὰ τῷ Χοιροβ. σ. 564· τετύπηκα Πολυδ. Θ΄. 129, Φιλόστρ. 588. ― Μέσ., παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγενεστ. πεζογράφοις: ἀόρ. α΄ ἐτυψάμην Λουκ. Ὄνος 14, (ἀπ-) Ἡρόδ. 2. 40· μέλλ. (ἐπὶ παθητ. σημασίας) τυπτήσομαι ἢ τῠπήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1379. ― Παθ., ἀόρ. α΄ ἐτύφθην Πλουτ. Γάλβ. 26, κλπ.· ἐτυπτήθην Ζηνόβ. ἐν Παροιμιογρ. 2. 68· ἀόρ. β΄ ἐτύπην [ῠ] παρ’ Ὁμήρῳ, Ἀττικ. ποιηταῖς καὶ μεταγεν. πεζογράφοις: ― πρκμ. τέτυμμαι Ἰλ. Ν. 782, Αἰσχύλ. Θήβ. 889, Εὐμ. 509 (λυρ.), ἀπαρ. τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64· τετύπτημαι Λουκ. Δημώνακτος Βίος 16. ― Παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττικ. ὁ ἀόρ. παρελαμβάνετο ἐκ τοῦ παίωπατάσσω, π. χ. τύπτει... καὶ καταβάλλει πατάξας Λυσί. 136. 22· ὁ δὲ πρκμ. ἐκ τοῦ πλήσσω· φαίνεται δὲ ὅτι ἀπέφευγον καὶ τὴν χρῆσιν τοῦ παθητ., ἴδε πλήσσω ἐν τέλει. (Ἡ √ΤΥΠ φαίνεται ἐν τῷ ἀορ. β΄, ἐν ταῖς λέξεσι τύπος, τύπανον, τυπάς, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. tup, tump, tump-âmi, tôp-âmi (laedo)· Σλαυ. tap-ŭ·(obt-sus), tet-i (τύπτειν) ἀλλ’ ἡ ῥίζα φαίνεται ἀποβαλοῦσα τὸ γράμμα s, πρβλ. Ἀρχ. Γερμαν. stumpf (mancus)· Ἀρχ. Σκανδιν. stúfr (stump)). Κτυπῶ, πλήττω, κυρίως διὰ ῥάβδου ἢ ξύλου. τύπτουσιν ῥοπάλοισιν (ἐξυπακ. τὸν ὄνον) Ἰλ. Λ. 561· ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, κτυπῶ διὰ πολεμικοῦ ὅπλου, φασγάνῳ, ἄορι, ξίφει, δουρί, ἔγχεσι τύπτειν Δ. 531, Ν. 529, κ. ἀλλ.· τ. τινὰ σκήπτρῳ ἐκ χειρὸς Σοφ. Ο. Τ. 811· μάστιγι Πλάτ., κλπ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τύψον (δηλ. πληγὴν) δὲ σχεδίην, «ἐκ τοῦ σύνεγγυς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 830· πληγὰς τ. τινὰ Ἀντιφῶν 127. 13, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2· ― τὸ κτυπηθὲν μέρος ἐνίοτε κατ’ αἰτ., γαστέρα γάρ μιν τύψε παρ’ ὀμφαλὸν Ἰλ. Φ. 180, πρβλ. Πινδ. Ν. 9. 62, Εὐρ., κλπ.· ἢ μετὰ προθέσεως, [αὐτὸν] κατὰ γαστέρα τύψεν Ἰλ. Ρ. 313· οὕτω, τ. εἰς τὸν ὦμον Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5· ἐπὶ κόρρης Πλάτ. Γοργ. 527Α· ― ἀπολ., κτυπῶ, τύπτε δ’ ἐπιστροφάδην Ἰλ. Φ. 20, πρβλ. Ὀδ. Χ. 309 τ. καὶ πνίγων Ἀντιφῶν 125. 39. 2) παρὰ Πολυδ. Γ΄, 53, 4, λέγεται ἔτι καὶ ἐπὶ τῶν βαλλομένων πραγμάτων, βελῶν, ἀκοντίων καὶ τῶν τοιούτων· ἐν ᾧ ὁ Ὅμηρ. ἀντιτίθησι τὸ τύπτειν πρὸς τὸ βάλλειν, ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλημένος ἰῷ Ἰλ. Λ. 206, Ο. 495, κτλ.· ― ὕστερον ὡσαύτως, κεντῶ, πλήττω διὰ κέντρου, ὄφις μ’ ἔτυψε μικρὸς Ἀνακρεόντ. 36. 10· ὑπὸ σφηκῶν τύπτεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 12· κάκτος τ. πόδα τινὸς Θεόκρ. 10, 4· οἱ βασιλεῖς μελιττῶν... οὐ τύπτουσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 5. 3) μεταφορ., ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν, ὀξεῖα θλῖψις ἐπλήγωσε τὴν καρδίαν του βαθέως, Ἰλ. Τ. 125· ἡ ἀληθηίη ἔτυψε Κομβύσεα Ἡρόδ. 3. 64· ἔτυπεν ὀδύνα με πνευμόνων ἔσω Εὐρ. Ἴων 767· ξυμφορᾷ τετυμμένος Αἰσχύλ. Εὐμ. 509· ἀνίαις τυπεὶς Πινδ. Ν. 1. 81. 4) ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς Ὀδ. Δ. 580, Ι. 104, κτλ.· χθόνα μετώπῳ τύπτειν, δηλ. πίπτειν κατὰ κεφαλῆς, Χ. 86· ἴχνια πόδεσσι τύπτειν, βαίνειν ἐπὶ τὰ ἴχνη αὐτοῦ, Ἰλ. Ψ. 764· ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα Ζ. 117· ― ἀπολ., Ζέφυρος λαίλαπι τύπτων, κτυπῶν, ὁρμῶν, προσβάλλων διὰ λαίλαπος Λ. 306, πρβλ. Πινδ. Π. 6. 13· ἴδε ἐν λ. ὑποτύπτω. ΙΙ. Μέσ., τύπτομαι, κτυπῶ ἐμαυτόν, «χτυπιοῦμαι», μάλιστα ὡς τὸ κόπτομαι, Λατιν. plangor, κτυπῶ τὰ στήθη μου ἐκ θλίψεως, Ἡρόδ. 2, 61, μετ’ αἰτιατ. προσώπ., θρηνῶ διά τινα, ὁ αὐτ. 2. 42. 61, 132· ἴδε ἐν λ. κόπτω, τίλλω, Heyne Tibull. 1. 7, 28. III. Παθ., τύπτομαι, κτυποῦμαι, πλήττομαι, δουρὶ τυπεὶς Ἰλ. Λ. 191· ὑπὸ δουρὶ αὐτόθι 433· δορὸς ὕπο Ἀριστοφ. Ἀχ. 1194· κράτων τυπτομένων Ὀδ. Χ. 309. 2) μετὰ συστοίχου αἰτ., λαμβάνω πληγάς, κτυπήματα, ἕλκεα, ὅσσ’ ἐτύπη Ἰλ. Ω. 421· τύπτομαι πολλὰς (ἐξυπακ. πληγὰς) Ἀριστοφ. Νεφ. 972, πρβλ. Εἰρ. 644, Βατρ. 636, Αἰσχίν. 19. 30· οὕτω μετὰ δοτικ., καιρίῃ (ἐξυπακ. πληγῇ) τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1.

French (Bailly abrégé)

avec double conjug. : du th. τυπ- ao. ἔτυψα, ao.2 ἔτυπον, Pass. ao.2 ἐτύπην, pf. τέτυμμαι ; parallèlement, du th. τυπτε- : f. τυπτήσω, ao. ἐτύπτησα, pf. τετύπτηκα, Pass. f. τυπτήσομαι, pf. τετύπτημαι;
frapper de près (p. opp. à βάλλω frapper de loin) ; particul. :
1 frapper, battre : τύπτειν ῥοπάλοισον IL frapper avec des bâtons noueux ; τινα σκήπτρῳ SOPH frapper qqn avec un bâton;
2 p. ext. frapper avec une arme, blesser : τ. ξίφει IL frapper avec un glaive ; τ. μνηστῆρας OD frapper parmi les prétendants ; σχεδίην IL porter un coup ; τ. ἠέρα IL frapper dans le brouillard ; Pass. être frappé, blessé;
3 en parl. de blessures faites par des animaux ou des objets inanimés frapper, piquer, blesser ; en ces divers sens, la place où l’on est frappé, atteint ou blessé se met à l’acc. ou se désigne au moyen de prépos. γαστέρα γάρ μιν τύψε παρ’ ὀμφαλόν IL il l’atteignit au ventre, près du nombril ; τ. τινὰ ἐς τὸν ὦμον XÉN frapper qqn à l’épaule;
4 p. anal. frapper, heurter, fouler : τ. χθόνα μετώπῳ OD frapper le sol avec le front, càd tomber blessé ; ἴχνια πόδεσσιν IL presser la trace avec les pieds, càd suivre de très près (avant que la poussière soit retombée) ; ἅλα ἐρέτμοις OD frapper la mer avec des rames, ramer;
5 fig. frapper : ἡ ἀληθηΐη ἔτυψε Καμβύσεα HDT la vérité frappa Cambyse ; τὸν δ’ ἄχος κατὰ φρένα τύψε βαθείαν IL la douleur le blessa au plus profond de l’âme;
Moy. τύπτομαι;
1 intr. se frapper, particul. se frapper la poitrine en signe de deuil : τύπτεσθαί τινα HDT porter le deuil de qqn;
2 tr. frapper sur soi-même : τὰ πρόσωπα τυπτόμενοι καὶ βοῶντες PLUT se frappant le visage et criant.
Étymologie: R. Τυπ, frapper.

English (Autenrieth)

aor. τύψα, pass. perf. part. τετυμμένος, aor. 2 ἐτύπην: strike, hit, esp. in hand-to-hand encounter, hence opp. to βάλλειν, Il. 11.191, Ν 2, Il. 15.495; met., τὸν ἄχος κατά φρένα τύψε βα- θεῖαν, ‘struck deep into his soul,’ Il. 19.125; pass., Il. 13.782, Il. 24.421; of rowers, ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς, Od. 9.104; ‘trod in’ his (Ajax's) footsteps, Il. 23.754 ; λαίλαπι, ‘lashing’ with the tempest, Il. 11.306.

English (Slater)

τύπτω (pass. τυπτόμενον: aor. τᾰπείς, -έντα.)
   1 strike δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν (N. 9.26) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. ὁ δὲ χλωραῖς ἐλάταισι τυπεὶς οἴχεται Καινεὺς Θρ. . . τὸν (sc. θησαυρὸν ὕμνων) οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον (Dawes: -όμενος, -όμενοι codd.) (P. 6.14) met., ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς (N. 1.53)

Spanish

golpear

English (Strong)

a primary verb (in a strengthened form); to "thump", i.e. cudgel or pummel (properly, with a stick or bastinado), but in any case by repeated blows; thus differing from παίω and πατάσσω, which denote a (usually single) blow with the hand or any instrument, or πλήσσω with the fist (or a hammer), or ῥαπίζω with the palm; as well as from τυγχάνω, an accidental collision); by implication, to punish; figuratively, to offend (the conscience): beat, smite, strike, wound.

English (Thayer)

imperfect ἔτυπτον; present passive infinitive τύπτεσθαι; from Homer down; the Sept. for חִכָּה; to strike, smite, beat (with a staff, a whip, the fist, the hand, etc.): τινα, τό στόμα τίνος, τό πρόσωπον τίνος, L brackets; T Tr WH omit the clause); τινα ἐπί (Tdf. εἰς) τῇ σιαγόνα, εἰς τήν κεφαλήν τίνος, τήν κεφαλήν τίνος, ἑαυτῶν τά στήθη (Latin plangere pectora), of mourners, to smite their breasts, ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος, G L T Tr WH omit εἰς). God is said τύπτειν to smite one on whom he inflicts punitive evil, to smite metaphorically, i. e. to wound, disquiet: τήν συνείδησιν τίνος, one's conscience, ἵνα τί τύπτει σε ἡ καρδία σου; τόν δέ ἄχος ὀξύ κατά φρένα τυψε βαθεῖαν, Homer, Iliad 19,125; Καμβυσεα ἐτυψε ἡ ἀληθηιη τῶν λόγων, Herodotus 3,64).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» — νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα)
αρχ.
1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου
2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε γαστέρα τύψε», Ομ. Ιλ.)
3. κρούω («ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ» — έπεσε καταγής, Ομ. Οδ.)
4. χτυπώ με κεντρί, κεντώ (α. «οἱ βασιλεῑς μελιττῶν... οὐ τύπτουσιν», Αριστοτ.
θ. «ὄφις μ' ἔτυψε μικρός», Ανακρ.)
5. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή οποιαδήποτε βλήματα) βάλλω
6. κόβω νόμισμα
7. (μτφ. α) στενοχωρώ πολύ, πληγώνω («τὸν δ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῑαν», Ομ. Ιλ.) β) (για την καρδιά) πάλλομαι ορμητικά, ιδίως από φόβο («ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ καρδία σου;», ΠΔ)
8. μέσ. τύπτομαι
α) χτυπιέμαι και, ειδικότερα, χτυπώ το στήθος μου από θλίψη, στηθοκοπιέμαι
β) (με αιτ.) θρηνώ κάποιον («τὸν δὲ τύπτονται», Ηρόδ.)
γ) (με σύστοιχη αιτ.) κάνω πληγές, πληγώνομαι («τυπτόμενος πολλάς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τύπ-τω (< τυπ-, πρβλ. κλέπ-τω < κλέπ-) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (s)teup- «σπρώχνω, ωθώ» (πρβλ. και λ. στύπος [Ι]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. tupati «χτυπώ, πληγώνω», αρχ. σλαβ. tŭpati «κτύπος της καρδιάς», tŭpŭtŭ «θόρυβος». Από τα παρ. του ρ. τύπτω, η λ. τύπος, εκτός από την αρχική σημ. «κτύπος», έλαβε ειδικότερες σημ., όπως: «αποτύπωμα», «σχήμα, μορφή» «μήτρα, καλούπι», «πρότυπο, υπόδειγμα», «χαρακτήρας, τρόπος συμπεριφοράς» (για τις σημ. βλ. λ. τύπος) και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στο τεχνικό λεξιλόγιο].

Greek Monotonic

τύπτω: (√ΤῨΠ), Επικ. παρατ. τύπτον· μέλ. τύψω, Αττ. τυπτήσω· αόρ. ἔτυψα, μεταγεν. ἐτύπτησα — Παθ., αόρ. ἐτύφθην, αόρ. βʹ ἐτύπην [ῠ]· μέλ. τῠπήσομαι· απαρ. παρακ. τετύφθαι·
I. 1. χτυπώ, πλήττω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς, σε Ομήρ. Οδ.· ἴχνια τύπτιν, περπατά στα ίχνη του, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., Ζέφυρος λαίλαπι τύπτων, ο δυτικός άνεμος χτυπά με μανία, στο ίδ.
2. μεταφ., ἄχος κατὰ φρένα τύψε, μεγάλη θλίψη πλήγωσε την καρδιά του βαθιά, στο ίδ.· ἡ ἀληθείη ἔτυψε Καμβύσεα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. Μέσ. όπως το κόπτομαι, Λατ. plangor, χτυπώ τα στήθη μου από θλίψη, στον ίδ.· με αιτ. προσ., θρηνώ για κάποιον, στον ίδ.
III. 1. Παθ., χτυπούμαι, πλήττομαι, τραυματίζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· δέχομαι προσβολή, σε Ξεν.
2. με σύστ. αντ., λαμβάνω πληγές, χτυπήματα, ἕλκεα, ὅσσ' ἐτύπη, σε Ομήρ. Ιλ.· τύπτομαι πολλὰς (ενν. πληγάς), δέχομαι πολλά χτυπήματα, σε Αριστοφ.· ομοίως, με δοτ. καιρίῃ (ενν. πληγῇ) τετύφθαι, σε Ηρόδ.