ὕλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />aboiement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλάσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br />aboiement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλάσσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὕλαγμα:''' [ῠ], -ατος, τό ([[ὑλάω]]), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νηπίοις ὑλάγμασιν</i>, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕλαγμα Medium diacritics: ὕλαγμα Low diacritics: ύλαγμα Capitals: ΥΛΑΓΜΑ
Transliteration A: hýlagma Transliteration B: hylagma Transliteration C: ylagma Beta Code: u(/lagma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A bark or yelp of a dog, κυνῶν ὑλάγματα E.IT 293: metaph., νηπίοις ὑλάγμασιν, of angry words, A.Ag.1631, cf. 1672 (troch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὕλαγμα: [ῠ], τὸ γαύγυσμα κυνός, κυνῶν ὑλάγματα Εὐρ. Ι. Τ. 293· μεταφορ., νηπίοις ὑλάγμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1631, πρβλ. 1672.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
aboiement.
Étymologie: ὑλάσσω.

Greek Monotonic

ὕλαγμα: [ῠ], -ατος, τό (ὑλάω), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., νηπίοις ὑλάγμασιν, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ.