ὑπερανίσταμαι: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[στέκομαι]] ψηλότερα από τους άλλους, [[προεξέχω]] [[πάνω]] από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ.<br />β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φουσκωμένος, [[φαντασμένος]] («ταῶς ὑπερανεστηκώς» — φουσκωμένο [[παγώνι]], Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ ὑπερανεστηκός</i><br />η [[έπαρση]], η [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνίσταμαι</i> «σηκώνομαι, υψώνομαι»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[στέκομαι]] ψηλότερα από τους άλλους, [[προεξέχω]] [[πάνω]] από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ.<br />β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φουσκωμένος, [[φαντασμένος]] («ταῶς ὑπερανεστηκώς» — φουσκωμένο [[παγώνι]], Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ ὑπερανεστηκός</i><br />η [[έπαρση]], η [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνίσταμαι</i> «σηκώνομαι, υψώνομαι»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[στέκομαι]] όρθιος ή [[προεξέχω]] [[επάνω]] από, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass., with aor. 2 and pf. Act.,
A stand up or project over, c. gen., D.H.1.15, 9.68: abs., Id.3.68, Luc.Icar.12: metaph., ταὧς ὑπερανεστηκώς strutting, conceited, Philostr.Her.15.
German (Pape)
[Seite 1190] (s. ἵστημι), med. mit den intrans. tempp. des act., darüber stehen u. hervorragen; ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα, Luc. Icar. 12; über Etwas, τινός, D. Hal. 9, 68.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερανίσταμαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἵσταμαι ὄρθιος ἢ προεξέχω ὑπεράνω τινός, μετὰ γεν., Διον. Ἁλ. 1. 15., 9. 68· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 68. Λουκ. Ἰκαρομ. 12· - μεταφορ., τὸ τῆς γνώμης ὑπερανεστηκός, ἐξέγερσις, ἔπαρσις, Φιλόστρ. 730· ταὧς ὑπερανεστηκώς, πεφυσημένος, ἀλαζονικός, ὁ αὐτ. 724. 2) ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερανέστηκεν· ὑπερβέβηκεν, ἐκ τοῦ ὑπέρ, ἤτοι ὑψηλότερον».
French (Bailly abrégé)
seul. ao.2 ὑπερανέστην et pf. ὑπερανέστηκα;
s’élever au-dessus, dominer.
Étymologie: ὑπέρ, ἀνίσταμαι.
Greek Monolingual
ΜΑ
στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ.
β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.)
μσν.
υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.)
αρχ.
1. φουσκωμένος, φαντασμένος («ταῶς ὑπερανεστηκώς» — φουσκωμένο παγώνι, Φιλόστρ.)
2. (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑπερανεστηκός
η έπαρση, η αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀνίσταμαι «σηκώνομαι, υψώνομαι»].
Greek Monotonic
ὑπερανίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., στέκομαι όρθιος ή προεξέχω επάνω από, σε Λουκ.