τυννοῦτος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον και -ο, Α<br />(επιτ. τ.) τόσο [[μικρός]], τόσο [[λίγος]], [[τοσούτσικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυννός]] «[[μικρός]]», [[κατά]] το <i>τηλικ</i>-<i>οῦτος</i>]. | |mltxt=-ον και -ο, Α<br />(επιτ. τ.) τόσο [[μικρός]], τόσο [[λίγος]], [[τοσούτσικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυννός]] «[[μικρός]]», [[κατά]] το <i>τηλικ</i>-<i>οῦτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τυννοῦτος:''' -ον και -ο, επιτετ. [[τύπος]] του [[τυννός]], Λατ. [[tantillus]], σε Αριστοφ.· με δεικτικό <i>ι</i>, τυννουτοσί, <i>-ονί</i>, στον ίδ.· γεν. και δοτ. <i>τυννουτουί</i>, <i>-ῳι</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, and ο, lengthd. form of τυννός,
A so small, so little, Ar. Th.745; commonly with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Id.Ach.367, Eq.1220; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Id.Nu.392 (anap.), Ra.139.
Greek (Liddell-Scott)
τυννοῦτος: -ον, καὶ ο, κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τοῦ τυννὸς (ἴδε οὗτος Α), τόσον μικρός, τόσον ὀλίγος, Λατ. tantillus, Ἀριστ. Θεσμ. 745· συνήθως μετὰ δεικτικοῦ ι, τυννουτοσί, -ονί, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 367, Ἱππ. 1221· γενικ. καὶ δοτικ. τυννουτουί, ῳί, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 392, ἐν Βατρ. 139, ἐν Ἀχ. 367.
French (Bailly abrégé)
τυνναύτη, τυννοῦτο;
si petit, aussi petit que ça avec un geste.
Étymologie: DELG τυννός.
Greek Monolingual
-ον και -ο, Α
(επιτ. τ.) τόσο μικρός, τόσο λίγος, τοσούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυννός «μικρός», κατά το τηλικ-οῦτος].
Greek Monotonic
τυννοῦτος: -ον και -ο, επιτετ. τύπος του τυννός, Λατ. tantillus, σε Αριστοφ.· με δεικτικό ι, τυννουτοσί, -ονί, στον ίδ.· γεν. και δοτ. τυννουτουί, -ῳι, στον ίδ.