ὑποκαταβαίνω: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. αρσ. αορ. β') <i>ὑποκαταβάς</i><br />(με σημ. επιρρ.) [[αμέσως]] [[παρακάτω]] («[[διόπερ]] ὑπερκαταβὰς ἔφη», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεβαίνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] ή [[κατεβαίνω]] [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> [[κατέρχομαι]] [[κάπως]] («καὶ αὐτὸς μὲν ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[χαλαρώνω]] θεραπευτική [[αγωγή]]<br />β) (για νόσο) εμφανίζομαι [[πάλι]] [[μετά]] από μικρό [[διάλειμμα]]<br /><b>4.</b> εγκαθίσταμαι σε έναν [[τόπο]]<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[αιρετικός]]. | |mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. αρσ. αορ. β') <i>ὑποκαταβάς</i><br />(με σημ. επιρρ.) [[αμέσως]] [[παρακάτω]] («[[διόπερ]] ὑπερκαταβὰς ἔφη», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεβαίνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] ή [[κατεβαίνω]] [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> [[κατέρχομαι]] [[κάπως]] («καὶ αὐτὸς μὲν ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[χαλαρώνω]] θεραπευτική [[αγωγή]]<br />β) (για νόσο) εμφανίζομαι [[πάλι]] [[μετά]] από μικρό [[διάλειμμα]]<br /><b>4.</b> εγκαθίσταμαι σε έναν [[τόπο]]<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[αιρετικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποκαταβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[κατεβαίνω]], [[κατηφορίζω]] βαθμιαία ή [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[κατεβαίνω]] [[λιγάκι]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A descend by degrees, Hdt.2.15, Hp.Prog.11, Th.7.60, Clearch. ap. J.Ap.1.22, Gal.18(2).145; come down, X.An.7.4.11, D.C.40.26. 2 go back gradually, i. e. relax severity of régime, Hp.Aph.1.7. 3 settle down, Arist.Pr.938b31, Alex.Aphr.Pr.2.20. 4 ὑποκαταβάς, lower down in the text, Eust.1351.43, al.
German (Pape)
[Seite 1219] (s. βαίνω), allmälig herabgehen, herabsteigen; Her. 2, 15; Thuc. 7, 60; Xen. An. 7, 7,11; Sp., wie Luc. Cont. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαταβαίνω: καταβαίνω βαθμηδόν, κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· καταβαίνω, κατέρχομαι ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., συγκαταβαίνω εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) καταβαίνω, ὑποστρέφω κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
1 descendre tout à fait en bas, ou simpl. descendre;
2 descendre peu à peu;
3 descendre secrètement.
Étymologie: ὑπό, καταβαίνω.
Greek Monolingual
ΜΑ καταβαίνω
μσν.
(η μτχ. αρσ. αορ. β') ὑποκαταβάς
(με σημ. επιρρ.) αμέσως παρακάτω («διόπερ ὑπερκαταβὰς ἔφη», Ευστ.)
αρχ.
1. κατεβαίνω σιγά σιγά ή κατεβαίνω κρυφά
2. κατέρχομαι κάπως («καὶ αὐτὸς μὲν ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου», Ξεν.)
3. ιατρ. α) χαλαρώνω θεραπευτική αγωγή
β) (για νόσο) εμφανίζομαι πάλι μετά από μικρό διάλειμμα
4. εγκαθίσταμαι σε έναν τόπο
5. εκκλ. μτφ. γίνομαι αιρετικός.
Greek Monotonic
ὑποκαταβαίνω: μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω, κατηφορίζω βαθμιαία ή κρυφά, μυστικά, σε Ηρόδ., Θουκ.· κατεβαίνω λιγάκι, σε Ξεν.