ὑψιγέννητος: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει γεννηθεί [[ψηλά]], που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο [[υψόμετρο]] («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γέννητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>γεννῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀρτι</i>-<i>γέννητος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει γεννηθεί [[ψηλά]], που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο [[υψόμετρο]] («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γέννητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>γεννῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀρτι</i>-<i>γέννητος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑψῐγέννητος:''' -ον, αυτός που έχει γεννηθεί [[ψηλά]], ἐλαίας [[ὑψιγέννητος]] [[κλάδος]], το [[κορυφαίο]] της [[βλαστάρι]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, A.Eu.43.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐγέννητος: -ον, ὁ ἐν ὕψει γεννηθείς, φυείς, ἔχοντ’ ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui croît en hauteur, qui pousse haut.
Étymologie: ὕψι, γεννάω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτι-γέννητος].
Greek Monotonic
ὑψῐγέννητος: -ον, αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος, το κορυφαίο της βλαστάρι, σε Αισχύλ.