φλαυρότης: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[φλαῡρος]]<br />[[φαυλότητα]].
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[φλαῡρος]]<br />[[φαυλότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φλαυρότης:''' -ητος, ἡ, = [[φαυλότης]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλαυρότης Medium diacritics: φλαυρότης Low diacritics: φλαυρότης Capitals: ΦΛΑΥΡΟΤΗΣ
Transliteration A: phlaurótēs Transliteration B: phlaurotēs Transliteration C: flavrotis Beta Code: flauro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A poorness, cf. φαυλότης, Plu.2.962a; condemned by Poll.4.12.

German (Pape)

[Seite 1290] ητος, ἡ, att. statt φαυλότης, Poll. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

φλαυρότης: -ητος, ἡ, = φαυλότης, Πλούτ. 2. 962Α, Πολυδ. Δ΄. 12.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
qualité de ce qui est mauvais, vain, frivole.
Étymologie: φλαῦρος.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α φλαῡρος
φαυλότητα.

Greek Monotonic

φλαυρότης: -ητος, ἡ, = φαυλότης, σε Πλούτ.