χόρδευμα: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εύματος, τὸ, Α [[χορδεύω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[χορδεύω]].
|mltxt=-εύματος, τὸ, Α [[χορδεύω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[χορδεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χόρδευμα:''' τό, [[λουκάνικο]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χόρδευμα Medium diacritics: χόρδευμα Low diacritics: χόρδευμα Capitals: ΧΟΡΔΕΥΜΑ
Transliteration A: chórdeuma Transliteration B: chordeuma Transliteration C: chordevma Beta Code: xo/rdeuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sausage, blackpudding, Ar.Eq.315.

German (Pape)

[Seite 1364] τό, der Wurstdarm, die Wurst, Ar. Equ. 315.

Greek (Liddell-Scott)

χόρδευμα: τό, ἀλλᾶς, «λουκάνικον», Ἀριστοφ. Ἱππ. 315.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
andouille, boudin.
Étymologie: χορδεύω.

Greek Monolingual

-εύματος, τὸ, Α χορδεύω
το αποτέλεσμα του χορδεύω.

Greek Monotonic

χόρδευμα: τό, λουκάνικο, σε Αριστοφ.