χείριος: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, Α [[χείρ]], <i>χειρός</i>]<br />[[υποχείριος]], αυτός που βρίσκεται υπό την [[εξουσία]] άλλου («[[προλείπω]] βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν, φονεύειν», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=-ία, -ον, Α [[χείρ]], <i>χειρός</i>]<br />[[υποχείριος]], αυτός που βρίσκεται υπό την [[εξουσία]] άλλου («[[προλείπω]] βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν, φονεύειν», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χείριος:''' -α, -ον, = [[ὑποχείριος]], μέσα στα χέρια, [[κάτω]] από τη [[δύναμη]] ή τον έλεγχο, σε Ευρ.· συνηθέστερα με [[ρήμα]], χειρίαν [[ἀφείς]] τινι, με έχεις αφήσει ως αιχμάλωτο σε κάποιον [[άλλο]], σε Σοφ.· χείριον [[λαβεῖν]] τινα, [[λαμβάνω]] κάποιον υπό την [[εξουσία]] μου, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A = ὑποχείριος, in the hands, under control, E.Andr.411; mostly with a Verb, χειρίαν ἀφείς τινι having left me in the power of, captive to, another, S.Aj.495; ἐλάβετε . . Ἑλένην χειρίαν; did you get her into your power? E.Cyc.177; χ. ἁλοῦσα Id.Ion1257 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1345] = ὑποχείριος, unter Händen, in der Gewalt; χειρίαν ἀφείς τινι Soph. Ai. 490; Eur. Andr. 412; χείριον λαβεῖν τινα, Einen in seine Gewalt bekommen, Cycl. 177 Andr. 629; χει ρία ἁλοῦσα Ion 1257.
Greek (Liddell-Scott)
χείριος: -α, -ον, = ὑποχείριος, ὁ ὑπὸ τὰς χεῖρας, ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τινὸς ὑπάρχων, προλείπω βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν φονεύειν Εὐρ. Ἀνδρ. 412· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ ῥήματος, μή μ’ ἀξιώσῃς βάξιν ἀλγεινὴν λαβεῖν τῶν σῶν ὑπ’ ἐχθρῶν χειρίαν ἐφείς τινι, ἀφείς με αἰχμάλωτον εἰς τὴν ἐξουσίαν τινός, Σοφ. Αἴ. 495· χείριον λαβεῖν τινα, λαμβάνω τινὰ εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, Εὐρ. Κύκλ. 177· χ. ἁλῶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1257.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui est entre les mains de, au pouvoir de, soumis.
Étymologie: χείρ.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α χείρ, χειρός]
υποχείριος, αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου («προλείπω βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν, φονεύειν», Ευρ.).
Greek Monotonic
χείριος: -α, -ον, = ὑποχείριος, μέσα στα χέρια, κάτω από τη δύναμη ή τον έλεγχο, σε Ευρ.· συνηθέστερα με ρήμα, χειρίαν ἀφείς τινι, με έχεις αφήσει ως αιχμάλωτο σε κάποιον άλλο, σε Σοφ.· χείριον λαβεῖν τινα, λαμβάνω κάποιον υπό την εξουσία μου, σε Ευρ.