ψυχοσσόος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που σώζει την [[ψυχή]], που διατηρεί την ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σόος]], επικ. τ. του επιθ. [[σῶος]]<br />«[[ασφαλής]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολι</i>-<i>σσόος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που σώζει την [[ψυχή]], που διατηρεί την ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σόος]], επικ. τ. του επιθ. [[σῶος]]<br />«[[ασφαλής]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολι</i>-<i>σσόος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψῡχοσσόος:''' -ον, αυτός που σώζει την [[ψυχή]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχοσσόος Medium diacritics: ψυχοσσόος Low diacritics: ψυχοσσόος Capitals: ΨΥΧΟΣΣΟΟΣ
Transliteration A: psychossóos Transliteration B: psychossoos Transliteration C: psychossoos Beta Code: yuxosso/os

English (LSJ)

ον,

   A saving the soul, AP9.197 (Marin.Neap.), 15.12 (Leo Phil.).

German (Pape)

[Seite 1404] die Seele, das Leben rettend, erhaltend; ἄλκαι Ep. ad. 594 (IX, 197); ἄνθος Leo philos. (XV, 12).

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοσσόος: -ον, ὁ σώζων τὴν ψυχήν, ψυχοσσόον ἄλκαρ Ἀνθ. Παλατ. 9. 197, 15. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sauve ou conserve la vie.
Étymologie: ψυχή, σόος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που σώζει την ψυχή, που διατηρεί την ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -σσόος (< σόος, επικ. τ. του επιθ. σῶος
«ασφαλής»), πρβλ. πολι-σσόος].

Greek Monotonic

ψῡχοσσόος: -ον, αυτός που σώζει την ψυχή, σε Ανθ.