ἀκρατίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρᾱτίζομαι:''' μέλ. <i>-ῐοῦμαι</i>, αποθ.· (<i>ἄκρᾱτος</i>)· [[πίνω]] [[κρασί]] που δεν έχει αναμιχθεί με [[νερό]], [[πίνω]] καθαρό, άκρατο οίνο· απ' όπου, [[προγευματίζω]], [[διότι]] το [[πρόγευμα]] αποτελούνταν από [[ψωμί]] βουτηγμένο σε άκρατο οίνο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀκρᾱτίζομαι:''' μέλ. <i>-ῐοῦμαι</i>, αποθ.· (<i>ἄκρᾱτος</i>)· [[πίνω]] [[κρασί]] που δεν έχει αναμιχθεί με [[νερό]], [[πίνω]] καθαρό, άκρατο οίνο· απ' όπου, [[προγευματίζω]], [[διότι]] το [[πρόγευμα]] αποτελούνταν από [[ψωμί]] βουτηγμένο σε άκρατο οίνο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρᾱτίζομαι:''' <b class="num">1)</b> пить неразбавленное вино, т. е. завтракать (завтрак обычно состоял из хлеба, смоченного в чистом вине): ἀ. τι Arph. завтракать чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> предаваться распутству Arph.
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱτίζομαι Medium diacritics: ἀκρατίζομαι Low diacritics: ακρατίζομαι Capitals: ΑΚΡΑΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: akratízomai Transliteration B: akratizomai Transliteration C: akratizomai Beta Code: a)krati/zomai

English (LSJ)

(ἄκρᾱτος)

   A drink neat wine; hence, breakfast, because this consisted of bread dipped in wine (Ath.1.11c sq.), Ar.Pl. 295, ubi v. Sch., Canthar.8: c. acc., ἀ. κοκκύμηλα to breakfast on plums, Ar.Fr.607; μικρόν Aristomen.14: metaph., c. gen., ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας Ph.2.166:—later in Act. -ίζω, fut. -ιῶ, entertain at breakfast, τοὺς ἐφήβους Inscr.Prien.113.41: metaph., ποτιζέτω καὶ ἀκρατιζέτω ψυχάς Ph.1.103.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾰτίζομαι: μέλλ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.: (ἄκρᾱτος) = πίνω ἄκρατον, ἀμιγῆ οἶνον (merum): ἐντεῦθεν, προγευματίζω, καθ’ ὅσον τὸ πρόγευμα συνίστατο ἐκ τεμαχίου ἄρτου βεβαπτισμένου εἰς ἄκρατον οἶνον, (Ἀθήν. 11C, κἑξ.), Ἀριστοφ. Πλ. 295, ἔνθα ἴδε Σχολ., Κάνθαρ. Ἄδηλ. 1: - μετ’ αἰτ., ἀκρ. κοκκύμηλα, προγευματίζω μὲ δαμάσκηνα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 505α· μικρόν, Ἀριστομ. Ἄδηλ. 1: - μεταφ. μ. γεν. ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας, Φίλων 2. 166.

French (Bailly abrégé)

1 boire du vin pur ; déjeuner (le petit-déjeuner consistant d’ordinaire en pain trempé dans du vin pur);
2 prendre, en guise de vin pur, une ration de, gén..
Étymologie: ἄκρατος.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ἀκρατίζω Gloss.2.223, act. fut. -ιῶ IPr.113.41 (I a.C.), part. perf. ἠκρατικώς Didyma 2.286 (II d.C.)]
1 desayunar Ar.Pl.295, con pan y vino puro Canthar.10
c. ac. κοκκύμηλα tomar ciruelas para desayunar Ar.Fr.621, μικρόν Aristomen.14
fig. c. gen. ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας Ph.2.166.
2 v. act. invitar a beber vino puro c. ac. fig. ἀκρατιζέτω ψυχὰς ἵνα κατάσχετοι γένωνται θείᾳ μέθη Ph.1.103
invitar a un desayuno o almuerzo, agasajar con una colación de mañana, a base de pan empapado en vino τούς τε ἐλευθέρους παῖδας καὶ τοὺς ἐφήβους IPr.l.c., ἠκρατικὼς ἐν τῇ ἀγωνοθεσίᾳ τὴν πόλιν Didyma l.c.
3 beber vino puro Sud.

Greek Monotonic

ἀκρᾱτίζομαι: μέλ. -ῐοῦμαι, αποθ.· (ἄκρᾱτοςπίνω κρασί που δεν έχει αναμιχθεί με νερό, πίνω καθαρό, άκρατο οίνο· απ' όπου, προγευματίζω, διότι το πρόγευμα αποτελούνταν από ψωμί βουτηγμένο σε άκρατο οίνο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρᾱτίζομαι: 1) пить неразбавленное вино, т. е. завтракать (завтрак обычно состоял из хлеба, смоченного в чистом вине): ἀ. τι Arph. завтракать чем-л.;
2) предаваться распутству Arph.