ὁδοιπορικός: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(28) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁδοιπορικός]], -ή, -όν) [[οδοιπόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[οδοιπορία]] και στον οδοιπόρο ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οδοιπορικό</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[λεπτομερής]] [[περιγραφή]] οδοιπορίας ή ταξιδιού και αντίστοιχο λογοτεχνικό [[έργο]]<br />β) <b>αρχ.</b> [[είδος]] περιγραφικού ταξιδιωτικού οδηγού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με δρομολόγια, αξιοθέατα, και ποικίλες πληροφορίες ή [[είδος]] τοπογραφικού [[χάρτη]] με γραμμές πορείας, αποστάσεις, σταθμούς, πόλεις κ.ά. στοιχεία<br />γ) <b>(τοπογρ.)</b> χαρτογραφική [[απεικόνιση]] της πορείας που διανύθηκε από έναν τοπογράφο ή από εξερευνητή<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οδοιπορικά</i>- τα έξοδα μετακίνησης από έναν [[τόπο]] σε άλλον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[οδηγός]] οδοιπόρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οδοιπορικώς</i> και -<i>ά</i> (Α όδοιπορικώς)<br />με οδοιπορικό τρόπο, με [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οδοιπορικώς, [[μαρς]]!»<br /><b>στρ.</b> [[παράγγελμα]] με το οποίο [[φάλαγγα]] που βαδίζει με στρατιωτικό [[βήμα]] διατάσσεται να μεταπέσει σε χαλαρωμένο βηματισμό. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁδοιπορικός]], -ή, -όν) [[οδοιπόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[οδοιπορία]] και στον οδοιπόρο ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οδοιπορικό</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[λεπτομερής]] [[περιγραφή]] οδοιπορίας ή ταξιδιού και αντίστοιχο λογοτεχνικό [[έργο]]<br />β) <b>αρχ.</b> [[είδος]] περιγραφικού ταξιδιωτικού οδηγού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με δρομολόγια, αξιοθέατα, και ποικίλες πληροφορίες ή [[είδος]] τοπογραφικού [[χάρτη]] με γραμμές πορείας, αποστάσεις, σταθμούς, πόλεις κ.ά. στοιχεία<br />γ) <b>(τοπογρ.)</b> χαρτογραφική [[απεικόνιση]] της πορείας που διανύθηκε από έναν τοπογράφο ή από εξερευνητή<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οδοιπορικά</i>- τα έξοδα μετακίνησης από έναν [[τόπο]] σε άλλον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[οδηγός]] οδοιπόρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οδοιπορικώς</i> και -<i>ά</i> (Α όδοιπορικώς)<br />με οδοιπορικό τρόπο, με [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οδοιπορικώς, [[μαρς]]!»<br /><b>στρ.</b> [[παράγγελμα]] με το οποίο [[φάλαγγα]] που βαδίζει με στρατιωτικό [[βήμα]] διατάσσεται να μεταπέσει σε χαλαρωμένο βηματισμό. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁδοιπορικός:''' путевой, дорожный ([[ἐσθής]] Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a traveller, ἐσθῆτες Plb.31.14.6 ; ἵπποι Poll.1.181 : τὸ ὁ. (sc. βιβλίον) guide-book, Hieronym.Ep.8.8, Gloss. Adv. -κῶς like a traveller, ἐσταλμένος Plu.Arat.21.
German (Pape)
[Seite 293] ή, όν, zur Wanderung, Reise gehörig; ἐσθῆτες, Reisekleider, Pol. 31, 22, 6; βιβλίον, Reisebeschreibung. – Adv. ὁδοιπορικῶς, Plut. Arat. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιπορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁδοιπορίαν, ἐσθὴς Πολύβ. 31. 22, 6· ἵπποι Πολυδ. Α΄, 181· - τὸ ὁδ. (δηλ. βιβλίον) «ὁδηγὸς» τῶν ὁδοιπόρων Sueton. Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς ὁδοιπόρος, Πλουτ. Ἄρατ. 21.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁδοιπορικός, -ή, -όν) οδοιπόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοιπορία και στον οδοιπόρο ή αυτός που είναι κατάλληλος για οδοιπορία
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το οδοιπορικό(ν)
α) λεπτομερής περιγραφή οδοιπορίας ή ταξιδιού και αντίστοιχο λογοτεχνικό έργο
β) αρχ. είδος περιγραφικού ταξιδιωτικού οδηγού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με δρομολόγια, αξιοθέατα, και ποικίλες πληροφορίες ή είδος τοπογραφικού χάρτη με γραμμές πορείας, αποστάσεις, σταθμούς, πόλεις κ.ά. στοιχεία
γ) (τοπογρ.) χαρτογραφική απεικόνιση της πορείας που διανύθηκε από έναν τοπογράφο ή από εξερευνητή
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οδοιπορικά- τα έξοδα μετακίνησης από έναν τόπο σε άλλον
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. οδηγός οδοιπόρου.
επίρρ...
οδοιπορικώς και -ά (Α όδοιπορικώς)
με οδοιπορικό τρόπο, με οδοιπορία
νεοελλ.
φρ. «οδοιπορικώς, μαρς!»
στρ. παράγγελμα με το οποίο φάλαγγα που βαδίζει με στρατιωτικό βήμα διατάσσεται να μεταπέσει σε χαλαρωμένο βηματισμό.
Russian (Dvoretsky)
ὁδοιπορικός: путевой, дорожный (ἐσθής Polyb.).