καθαιμακτός: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθαιμακτός:''' -όν, [[αιματοκυλισμένος]], αυτός που έχει κηλίδες αίματος, καταματωμένος, [[αιματηρός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''καθαιμακτός:''' -όν, [[αιματοκυλισμένος]], αυτός που έχει κηλίδες αίματος, καταματωμένος, [[αιματηρός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθαιμακτός:''' [adj. verb. к [[καθαιμάσσω]] окровавленный (ὁ Ἑλένας [[φόνος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A bloodstained, φόνος E.Or.1358 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1279] blutbefleckt, τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτόν Eur. Or. 1358. Von
Greek (Liddell-Scott)
καθαιμακτός: -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, αἱματηρός, τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: καθαιμάσσω.
Greek Monolingual
καθαιμακτός, -όν (Α)
αιματηρός, κηλιδωμένος με αίμα («καθαιμακτός φόνος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἱμακτός (< αἱμάσσω «ματώνω»)].
Greek Monotonic
καθαιμακτός: -όν, αιματοκυλισμένος, αυτός που έχει κηλίδες αίματος, καταματωμένος, αιματηρός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαιμακτός: [adj. verb. к καθαιμάσσω окровавленный (ὁ Ἑλένας φόνος Eur.).