σκάλωμα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(37)
(4)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκαλώνω]], [[ανέβασμα]] σε ψηλό ή δύσβατο [[μέρος]] με τη [[βοήθεια]] τών χεριών και τών ποδιών, [[σκαρφάλωμα]], [[αναρρίχηση]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] αγρού σε [[πλαγιά]] λόγου που έχει ισοπεδωθεί, [[δαμάκι]]<br /><b>3.</b> [[αγκίστρωση]], [[πιάσιμο]] από αιχμηρό [[αντικείμενο]] ή [[ανάμεσα]] σε δύο ή περισσότερα εμπόδια<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[σκόνταμμα]], [[σταμάτημα]], [[ανακοπή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλίμακα]] από [[σχοινί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[σκαλώματα]]<br />οι γωνίες και οι καμπυλότητες του ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πέπλωμα]]: [[πέπλος]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «[[αναρρίχηση]]» <span style="color: red;"><</span> [[σκαλώνω]]].
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκαλώνω]], [[ανέβασμα]] σε ψηλό ή δύσβατο [[μέρος]] με τη [[βοήθεια]] τών χεριών και τών ποδιών, [[σκαρφάλωμα]], [[αναρρίχηση]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] αγρού σε [[πλαγιά]] λόγου που έχει ισοπεδωθεί, [[δαμάκι]]<br /><b>3.</b> [[αγκίστρωση]], [[πιάσιμο]] από αιχμηρό [[αντικείμενο]] ή [[ανάμεσα]] σε δύο ή περισσότερα εμπόδια<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[σκόνταμμα]], [[σταμάτημα]], [[ανακοπή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλίμακα]] από [[σχοινί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[σκαλώματα]]<br />οι γωνίες και οι καμπυλότητες του ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πέπλωμα]]: [[πέπλος]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «[[αναρρίχηση]]» <span style="color: red;"><</span> [[σκαλώνω]]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκάλωμα:''' ατος (κᾰ) τό поворот, изгиб (Polyb. - v. l. [[σκαίωμα]]).
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 888] τό, bei Pol. zw. Lesart für σκαίωμα, nicht ganz verwerflich, wenn man es in derselben Bdtg von σκαληνός ableitet, wonach es eigtl. σκαλήνωμα heißen müßte.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών, σκαρφάλωμα, αναρρίχηση
2. τμήμα αγρού σε πλαγιά λόγου που έχει ισοπεδωθεί, δαμάκι
3. αγκίστρωση, πιάσιμο από αιχμηρό αντικείμενο ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα εμπόδια
4. μτφ. σκόνταμμα, σταμάτημα, ανακοπή
μσν.
κλίμακα από σχοινί
αρχ.
στον πληθ. τὰ σκαλώματα
οι γωνίες και οι καμπυλότητες του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλωμα: πέπλος). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «αναρρίχηση» < σκαλώνω].

Russian (Dvoretsky)

σκάλωμα: ατος (κᾰ) τό поворот, изгиб (Polyb. - v. l. σκαίωμα).