ὠφέλησις: Difference between revisions

From LSJ

ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠφέλησις:''' -εως, ἡ, [[βοήθεια]], [[επικουρία]]· όπως το [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], όφελος, [[βοήθεια]], [[πλεονέκτημα]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὠφέλησις:''' -εως, ἡ, [[βοήθεια]], [[επικουρία]]· όπως το [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], όφελος, [[βοήθεια]], [[πλεονέκτημα]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠφέλησις:''' εως ἡ польза, выгода, помощь: σοὶ ὠ. οὐκ [[ἔνι]] Soph. нет (мне) от тебя помощи.
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠφέλησις Medium diacritics: ὠφέλησις Low diacritics: ωφέλησις Capitals: ΩΦΕΛΗΣΙΣ
Transliteration A: ōphélēsis Transliteration B: ōphelēsis Transliteration C: ofelisis Beta Code: w)fe/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A helping, aiding, hence, like ὠφέλεια, use, service, advantage, S.OC401; σοὶ γὰρ ὠ. οὐκ ἔνι Id.El.1031.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφέλησις: -εως, ἡ, βοήθεια, ἐπικουρία· ὅθεν (καθόλου) ὡς τὸ ὠφέλεια, κέρδος, ὄφελος, Σοφ. Ο. Κ. 402· σοὶ γὰρ ὠφ. οὐκ ἔνι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1031.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
avantage, utilité.
Étymologie: ὠφελέω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α ὠφελῶ
1. βοήθεια, υποστήριξη
2. (γενικά) ωφέλεια, κέρδος.

Greek Monotonic

ὠφέλησις: -εως, ἡ, βοήθεια, επικουρία· όπως το ὠφέλεια, κέρδος, όφελος, βοήθεια, πλεονέκτημα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὠφέλησις: εως ἡ польза, выгода, помощь: σοὶ ὠ. οὐκ ἔνι Soph. нет (мне) от тебя помощи.