πράϋνσις: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πράϋνσις:''' -εως, ἡ, [[καταπράυνση]], [[ησυχασμός]], [[κατευνασμός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πράϋνσις:''' -εως, ἡ, [[καταπράυνση]], [[ησυχασμός]], [[κατευνασμός]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''πράϋνσις:''' εως (ᾱ) ἡ успокоение, спокойствие Arst.
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πράϋνσις Medium diacritics: πράϋνσις Low diacritics: πράϋνσις Capitals: ΠΡΑΫΝΣΙΣ
Transliteration A: práÿnsis Transliteration B: praunsis Transliteration C: praynsis Beta Code: pra/u+nsis

English (LSJ)

[ᾱ], εως, Ion. πρήϋνσις, ἡ,

   A softening, appeasing, Arist. Rh.1380a8: Medic., relief, Aret.CA2.11 (pl.).

German (Pape)

[Seite 696] ἡ, Besänftigung, bes. des Zornes, wie Arist. rhet. 2, 3 A. ἔστω δὲ πράϋνσις κατάστασις καὶ ἠρέμησις ὀργῆς; auch Linderung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πράϋνσις: -εως, ἡ, τὸ πραΰνειν, καθησυχάζειν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’adoucir, de calmer la colère.
Étymologie: πραΰνω.

Greek Monotonic

πράϋνσις: -εως, ἡ, καταπράυνση, ησυχασμός, κατευνασμός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πράϋνσις: εως (ᾱ) ἡ успокоение, спокойствие Arst.