ὁλοπόρφυρος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁλοπόρφῠρος:''' -ον ([[πορφύρα]]), αυτός που είναι [[ολόκληρος]] [[βαμμένος]] με [[πορφύρα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ὁλοπόρφῠρος:''' -ον ([[πορφύρα]]), αυτός που είναι [[ολόκληρος]] [[βαμμένος]] με [[πορφύρα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁλοπόρφῠρος:''' <b class="num">1)</b> весь пурпурный ([[κάνδυς]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> одетый в пурпур Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A all purple, X.Cyr.8.3.13, LXXNu.4.7, Plu.2.180e.
German (Pape)
[Seite 326] ganz purpurn, Xen. Cvr. 8, 3, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοπόρφῠρος: -ον, ὅλος πορφυροῦς, καταπόρφυρος, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Πλούτ. 2. 180Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
teint de pourpre.
Étymologie: ὅλος, πορφύρα.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλοπόρφυρος, -ον)
ο εντελώς πορφυρός, καταπόρφυρος, κατακόκκινος.
Greek Monotonic
ὁλοπόρφῠρος: -ον (πορφύρα), αυτός που είναι ολόκληρος βαμμένος με πορφύρα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὁλοπόρφῠρος: 1) весь пурпурный (κάνδυς Xen.);
2) одетый в пурпур Plut.