προεφίστημι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
(34) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[εφιστώ]] την [[προσοχή]], [[καθιστώ]] προσεκτικό κάποιον εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐφίστημι]] «[[κάνω]] κάποιον να προσέξει»]. | |mltxt=Α<br />[[εφιστώ]] την [[προσοχή]], [[καθιστώ]] προσεκτικό κάποιον εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐφίστημι]] «[[κάνω]] κάποιον να προσέξει»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προεφίστημι:''' настораживать, обращать внимание (τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A call one's attention to beforehand, π. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Plb.10.2.1.
German (Pape)
[Seite 722] (s. ἵστημι), vorher wohinstellen, worauf richten, wie Pol. προεπιστῆσαι τοὺς ἀκούοντας ἐπὶ τὴν φύσιν τοῦ ἀνδρός, die Leser vorher darauf aufmerksam machen, 10, 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
προεφίστημι: ἐφίστημι τὴν προσοχήν τινος εἴς τι πρότερον, πρ. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Πολύβ. 10. 2, 1. ― Παθ., προεφίσταμαι, ἐφίσταμαι ἐνώπιόν τινος, Βoisson. Ἀνέκδ. 2. 453.
Greek Monolingual
Α
εφιστώ την προσοχή, καθιστώ προσεκτικό κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐφίστημι «κάνω κάποιον να προσέξει»].
Russian (Dvoretsky)
προεφίστημι: настораживать, обращать внимание (τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Polyb.).