ἐνθαλάσσιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνθαλάσσιος]] και αττ. τ. ἐνθαλάττιος, -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται στη [[θάλασσα]], ο [[θαλάσσιος]] («νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις» — στους θαλασσινούς κυβερνήτες τών πλοίων, <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐνθαλάσσιος]] και αττ. τ. ἐνθαλάττιος, -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται στη [[θάλασσα]], ο [[θαλάσσιος]] («νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις» — στους θαλασσινούς κυβερνήτες τών πλοίων, <b>Σοφ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθᾰλάσσιος:''' странствующий по морю ([[νεῶν]] ποιμαντῆρες Soph.).
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθᾰλάσσιος Medium diacritics: ἐνθαλάσσιος Low diacritics: ενθαλάσσιος Capitals: ΕΝΘΑΛΑΣΣΙΟΣ
Transliteration A: enthalássios Transliteration B: enthalassios Transliteration C: enthalassios Beta Code: e)nqala/ssios

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις S.Fr.432.10.

German (Pape)

[Seite 841] att. -ττιος, auf dem Meere, Soph. frg. 379; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθᾰλάσσιος: Ἀττ. -άττιος, ον, = τῷ ἑπομ., ναῦς Σοφ. Ἀποσπ. 379.

Spanish (DGE)

(ἐνθᾰλάσσιος) -ον

• Alolema(s): át. -ττιος
que está en el mar, marino νεῶν ποιμαντῆρες ἐνθαλάσσιοι de los pilotos, S.Fr.432.10, ἐνθαλάττιοι πέτραι rocas en el mar, prob. escollos Hsch.s.u. σπάρνιοι, tal vez ref. un animal marino Hsch.s.u. ἐλλόν.

Greek Monolingual

ἐνθαλάσσιος και αττ. τ. ἐνθαλάττιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα, ο θαλάσσιος («νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις» — στους θαλασσινούς κυβερνήτες τών πλοίων, Σοφ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνθᾰλάσσιος: странствующий по морю (νεῶν ποιμαντῆρες Soph.).