ἀφόρητος: Difference between revisions
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀφόρητος:''' -ον, [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], σε Ηρόδ., Θουκ. | |lsmtext='''ἀφόρητος:''' -ον, [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], σε Ηρόδ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφόρητος:''' <b class="num">1)</b> невыносимый, нестерпимый Her., Thuc., Arst., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> неношеный, ненадеванный (ὑποδήματα Luc. - как образец неправильного словоупотребления). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unendurable, κρυμός Hdt.4.28; χειμῶνος χρῆμα ἀφόρητον Id.7.188; μεγέθει βοῆς ἀφόρητοι Th.4.126; οὐκ ἔστιν . . οὐδὲν τῆς ὕβρεως -τότερον D.21.46; ἀ. κακόν Arist.EN1126a13, cf. Epicur. Fr.447, Phld.Lib.p.17O.; irresistible, Jul.Or.1.28d. Adv. -τως Poll. 3.130. II not worn, new, censured by Luc.Lex.9, Ath.3.98a.
German (Pape)
[Seite 413] 1) unerträglich, κρυμός, χειμών, Her. 4, 28. 7, 188. So Thuc. 4, 126 u. Folgde. Im compar., Dem. 21, 46. – 2) ungetragen, von Kleidern, schlechtes W., Luc. Lexiphan. 9; Ath. III, 98 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόρητος: -ον, οὐκ ἀνεκτός, οὐκ ἀνασχετός, ἀνυπόφορος, κρυμὸς Ἡρόδ. 4. 28· χειμῶνος χρῆμα ἀφόρητον ὁ αὐτ. 7. 188· μεγέθει βοῆς ἀφορήτῳ Θουκ. 4. 126· οὐκ ἔστιν... οὐδὲν τῆς ὕβρεως ἀφορητότερον Δημ. 529. 9· ἀφ. κακὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 5. 13: - Ἐπιρρ. ἀφορήτως Πολυδ Γ΄, 130. ΙΙ. ὅν τις δὲν ἐφόρεσε, κοινῶς «ἀφόρετος», λέξις ἀδόκιμος, Λουκ. Λεξιφ. 9, Ἀθήν. 98Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intolérable, insupportable.
Étymologie: ἀ, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1intolerable, insoportable de abstr. κρυμός Hdt.4.28, χειμῶνος χρῆμα Hdt.7.188, ὀδύναι X.HG 5.4.58, πυρετός Hp.Iudic.13, φιλαργυρίη Hp.Ep.11, οὐ γὰρ ἔστιν ... οὐδὲν ὕβρεως ἀφορητότερον D.21.46, τὸ κακόν Arist.EN 1126a13, βίος Hld.2.33.4, ἀνομία UPZ 170B.27 (II a.C.), θόρυβος Lyd.Mag.3.52
•subst. τὸ μὴν ἀφόρητον ἐξάγει M.Ant.7.33, cf. D.C.35.11, Phld.Lib.17.
2 violento, insufrible de pers. ὀργισθεὶς γὰρ ἀ. ἐστι Ach.Tat.6.13.3, ἀ. αὐτοῖς ὁ Κορβουλὼν ... ἐφάνη Lyd.Mag.3.34, τὴν ἡσυχίαν ἠγάπησεν ὁ πρόσθεν ἀ. δοκῶν Iul.Or.1.28d, c. dat. δούλοις ἀ. Plu.2.73c.
II no usado previamente, nuevo de vestidos ἱμάτια Luc.Lex.9, βλαῦται Ath.98a.
III adv. -ως de un modo insoportable ἀ. λυπεῖται Alex.Aphr.in Metaph.723.13, cf. Poll.3.130.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφόρητος, -ον)
ανυπόφορος, αβάσταχτος
αρχ.
1. ακαταμάχητος
2. αφόρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φορητός < φορώ (-έω) < φέρω.
Greek Monotonic
ἀφόρητος: -ον, ανυπόφορος, αφόρητος, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφόρητος: 1) невыносимый, нестерпимый Her., Thuc., Arst., Dem., Plut.;
2) неношеный, ненадеванный (ὑποδήματα Luc. - как образец неправильного словоупотребления).