νῆσις: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νῆσις:''' -εως, ἡ ([[νέω]] Γ), [[γνέσιμο]], [[κλώσιμο]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''νῆσις:''' -εως, ἡ ([[νέω]] Γ), [[γνέσιμο]], [[κλώσιμο]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νῆσις:''' εως ἡ [[νέω]] III] прядение (ἡ τῆς Ἀτρόπου ν. Plat.).
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῆσις Medium diacritics: νῆσις Low diacritics: νήσις Capitals: ΝΗΣΙΣ
Transliteration A: nē̂sis Transliteration B: nēsis Transliteration C: nisis Beta Code: nh=sis

English (LSJ)

(A), εως, ἡ, (νέω B)

   A spinning, Pl.R.620e.
νῆσις (B), εως, ἡ, (νέω C)

   A accumulation, Hp.Loc.Hom.20 codd. (fort. ἴνησις).

German (Pape)

[Seite 254] ἡ, 1) das Spinnen, ἡ τῆς Ἀτρόπου, Plat. Rep. X, 620 e. – 2) das An-, Aufhäufen, σώρευσις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νῆσις: -εως, ἡ, (νέω Γ) κλώσιμον, Πλάτ. Πολ. 620Ε.

Greek Monolingual

(I)
νῆσις, ἡ (ΑΜ)
το γνέσιμο, το κλώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ- του νήθω (πρβλ. αορ. -νησ-α) + κατάλ. -ις].———————— (II)
νῆσις και νήησις, ἡ (Α) νηέω
επισώρευση.

Greek Monotonic

νῆσις: -εως, ἡ (νέω Γ), γνέσιμο, κλώσιμο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νῆσις: εως ἡ νέω III] прядение (ἡ τῆς Ἀτρόπου ν. Plat.).