κεφαλαιόω: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεφᾰλαιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εντάσσω]] σε κεφάλαια, [[συνοψίζω]], [[δηλώνω]] περιληπτικά, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλήττω]] στο [[κεφάλι]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κεφᾰλαιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εντάσσω]] σε κεφάλαια, [[συνοψίζω]], [[δηλώνω]] περιληπτικά, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλήττω]] στο [[κεφάλι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''κεφᾰλαιόω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. представлять в основных чертах (τὰ [[μέγιστα]] Thuc.): κ. ἐκ πολλῶν Thuc. охватить многие вопросы в главных чертах; κεφαλαιοῦσθαί τινα Plat. дать общую характеристику кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> распределять, расчленять (τὸ τῶν πλανήτων πλῇθος εἰς ἑπτὰ μέρη Arst.);<br /><b class="num">3)</b> ранить в голову (ἐκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν NT).
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφαλαιόω Medium diacritics: κεφαλαιόω Low diacritics: κεφαλαιόω Capitals: ΚΕΦΑΛΑΙΟΩ
Transliteration A: kephalaióō Transliteration B: kephalaioō Transliteration C: kefalaioo Beta Code: kefalaio/w

English (LSJ)

   A bring under heads, sum up, Th.3.67, al.:—Med., Arist.MM1207b22; κ. τινά characterize generally, Pl.R.576b; τὰς δυνάμεις τινῶν Phld.Vit. p.17 J.:—Pass., to be summed up, Arist.Metaph.1013b30; κ. ἑκάστην τῶν ἀρετῶν περὶ ἴδιόν τι κεφάλαιον Stoic.3.73; κεφαλαιοῦσθαι ἐννακισχιλίων ἑξακοσίων [σταδίων] to amount in all to... Str.2.1.39; εἰς δύο ἀρτηρίας ἡ πάντων ἀγγείων κ. σύνοδος is combined in... Gal.4.657, cf. Porph.Sent.44; κεφαλαιούσθω διότι . . Phld.Rh.2.35 S.    II smite on the head, Ev.Marc.12.4.

German (Pape)

[Seite 1427] 1) die Hauptsachen anführen, den Hauptmomenten nach erzählen, summarisch behandeln, zusammenfassen; πολλὰ παρεὶς τὰ μέγιστα κεφαλαιώσω Thuc. 6, 91, vgl. 8, 53; Sp.; auch im med., κεφαλαιωσώμεθα τὸν κάκιστον, im Allgemeinen bestimmen, erklären, Plat. Rep. IX, 576 b; aber pass. ist ἡ σύμπασα κεφαλαιοῦται ἑξακοσίων σταδίων, beträgt im Ganzen, Strab. II, 92; so auch A. – 2) im N. T. = am Kopfe verwunden, tödten.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traiter sommairement, en ne parlant que des choses principales;
Moy. κεφαλαιόομαι-οῦμαι traiter sommairement, définir d’une manière générale ou sommaire, acc..
Étymologie: κεφαλαῖος.

English (Strong)

from the same as κεφάλαιον; (specially) to strike on the head: wound in the head.

English (Thayer)

(κεφαλιόω) T WH (approved also by Weiss, Volkmar, others), for κεφαλαιόω, which see.

Greek Monotonic

κεφᾰλαιόω: μέλ. -ώσω,
I. εντάσσω σε κεφάλαια, συνοψίζω, δηλώνω περιληπτικά, σε Θουκ.
II. πλήττω στο κεφάλι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαιόω: 1) тж. med. представлять в основных чертах (τὰ μέγιστα Thuc.): κ. ἐκ πολλῶν Thuc. охватить многие вопросы в главных чертах; κεφαλαιοῦσθαί τινα Plat. дать общую характеристику кого-л.;
2) распределять, расчленять (τὸ τῶν πλανήτων πλῇθος εἰς ἑπτὰ μέρη Arst.);
3) ранить в голову (ἐκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν NT).