προσκαθίστημι: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσκαθίστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, [[στήνω]], [[βάζω]] δίπλα, [[διορίζω]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προσκαθίστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, [[στήνω]], [[βάζω]] δίπλα, [[διορίζω]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσκαθίστημι:''' сверх того ставить, дополнительно назначать (τοῖς οὖσι ἱερεῦσι [[τρίτον]] Plut.; ἄλλον στρατηγόν Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 31 December 2018
English (LSJ)
A supply labour besides, τὰ ἐλλείποντα σώματα PPetr.2p.7 (iii B.C.); appoint besides, στρατηγόν D.S.13.80, cf. Plu. Num.7:—also in aor.Med., καινὰ ἕτερα [τέλη] D.C.66.8, etc.; arrange besides, τὰ ἐν Πόντῳ προσκατεστήσατο Id.42.46.
German (Pape)
[Seite 767] (s. ἵστημι), noch dazu einsetzen, τοῖς οὖσιν ἱερεῦσι τρίτον προσκατέστησεν, Plut. Num. 7; auch = in seine Gewalt bringen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαθίστημι: καθιστῶ, διορίζω προσέτι, στρατηγὸν Διόδ. 13. 80, Πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 7· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Δίων Κ. 66. 8, κτλ.· τακτοποιῶ, διευθετῶ προσέτι, τὰ ἐν Πόντῳ προσκατεστήσατο ὁ αὐτ. 42. 46.
French (Bailly abrégé)
f. προσκαταστήσω, ao. προσκατέστησα, etc.
établir ou instituer en outre : τινί, outre qqn ou qch.
Étymologie: πρός, καθίστημι.
Greek Monolingual
Α καθίστημι
1. καθιστώ, διορίζω επί πλέον («προσκαθίστημι στρατηγόν», Διόδ.)
2. διευθετώ, τακτοποιώ επί πλέον
3. συγκαταριθμώ, συνυπολογίζω («ἐνόχους ἐν τούτῳ προσκατακτήσας καὶ τοὺς ἐμοὺς κληρονόμους», πάπ.).
Greek Monotonic
προσκαθίστημι: μέλ. -στήσω, στήνω, βάζω δίπλα, διορίζω επιπλέον, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προσκαθίστημι: сверх того ставить, дополнительно назначать (τοῖς οὖσι ἱερεῦσι τρίτον Plut.; ἄλλον στρατηγόν Diod.).