φοιταλέος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοιτᾰλέος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[φοιτάω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιπλανιέται στην [[ερημιά]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που προξενεί [[μανία]], [[μανιώδης]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''φοιτᾰλέος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[φοιτάω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιπλανιέται στην [[ερημιά]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που προξενεί [[μανία]], [[μανιώδης]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοιτᾰλέος:''' и<br /><b class="num">1)</b> блуждающий в безумии, мечущийся в неистовстве (Διωνύσοιο θεραπνίδες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> заставляющий блуждать, гоняющий с места на место (κέντρα Aesch.; [[λύσσα]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιτᾰλέος Medium diacritics: φοιταλέος Low diacritics: φοιταλέος Capitals: ΦΟΙΤΑΛΕΟΣ
Transliteration A: phoitaléos Transliteration B: phoitaleos Transliteration C: foitaleos Beta Code: foitale/os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Or.327 (lyr.):—

   A roaming wildly about, Mosch.2.46, Opp.H.1.45; φοιταλέαι distraught, AP9.603 (Antip.)    II Act., maddening, κέντρα A.Pr.598 (lyr.); λύσσα E. l.c.; μάστιξ Opp.H. 2.513.—Poet. word.

German (Pape)

[Seite 1297] auch zweier Endgn, herumirrend, herumschweifend, bes. im Wahnsinn, Eur. Hipp. 143; dah. übh. wahnsinnig, λύσσα Or. 327, u. sp. D., Nonn. D. 9, 49; φοιταλέοι Antp. Sid. 70 (IX, 603); vgl. Schol. Ap. Rh. 4, 55. – Auch akt., herumirren machend, in die Irre herumtreibend, χρίουσα κέντροις φοιταλέοισιν Aesch. Prom. 603, μάστιξ Opp. Hal. 2, 513.

Greek (Liddell-Scott)

φοιτᾰλέος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ὀρ. 326· ― ὁ ἀγρίως περιπλανώμενος τῇδε κἀκεῖσε, ὁ μανιωδῶς πορευόμενος, Μόσχ. 2. 46, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 45· φοιταλέαι, μανιώδεις, Ἀνθ. Π. 9. 603· ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων, προξενῶν μανίαν, κέντροισι φοιταλέοις Αἰσχύλ. Πρ. 599· λύσσα Εὐρ. Ὀρ. 326· μάστιξ Ὀππ. Ἀλ. 2. 513. ― Ποιητ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

α ou poét. ος, ον :
qui fait courir çà et là, qui rend furieux.
Étymologie: φοιτάω.

Greek Monolingual

-έα, -ον, θηλ. και -ος, Α
1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί με μανία
2. (κατ' επέκτ.) μανιώδης, παράφρων
3. (για άνεμο) πολύ ορμητικός, σφοδρός
4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + επίθημα -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος, λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

φοιτᾰλέος: -α, -ον και -ος, -ον (φοιτάω
I. αυτός που περιπλανιέται στην ερημιά, σε Μόσχ.
II. Ενεργ., αυτός που προξενεί μανία, μανιώδης, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φοιτᾰλέος: и
1) блуждающий в безумии, мечущийся в неистовстве (Διωνύσοιο θεραπνίδες Anth.);
2) заставляющий блуждать, гоняющий с места на место (κέντρα Aesch.; λύσσα Eur.).