δασυπώγων: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δασυπώγων]])<br />ο [[δασυγένειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>δασυπώνων</i><br />[[γένος]] δίπτερων εντόμων<br /><b>2.</b> [[γένος]] σχοινοειδών [[φυτών]].
|mltxt=ο (AM [[δασυπώγων]])<br />ο [[δασυγένειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>δασυπώνων</i><br />[[γένος]] δίπτερων εντόμων<br /><b>2.</b> [[γένος]] σχοινοειδών [[φυτών]].
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰσῠπώγων:''' ωνος adj. с густой бородой Arph.
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠπώγων Medium diacritics: δασυπώγων Low diacritics: δασυπώγων Capitals: ΔΑΣΥΠΩΓΩΝ
Transliteration A: dasypṓgōn Transliteration B: dasypōgōn Transliteration C: dasypogon Beta Code: dasupw/gwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ,

   A shaggy-bearded, Ar.Th.33.

German (Pape)

[Seite 524] ωνος , mit dichtem Bart, Ar. Th. 33; Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσυπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυκνότριχα γενειάδα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 33.

Spanish (DGE)

(δᾰσῠπώγων) -ωνος
de barba poblada ποῖος οὗτος Ἀγάθων; ... μῶν ὁ δ.; Ar.Th.33, Ἰδομενεύς Io.Mal.Chron.M.97.192B, Tz.Alleg.Il.p.42, como rasgo de pers. violenta o colérica, Polem.Phgn.70 (p.427).

Greek Monolingual

ο (AM δασυπώγων)
ο δασυγένειος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. δασυπώνων
γένος δίπτερων εντόμων
2. γένος σχοινοειδών φυτών.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσῠπώγων: ωνος adj. с густой бородой Arph.