σκεδάννυμι: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκεδάννυμι:''' μέλ. σκεδάσω [ᾰ], Αττ. [[σκεδῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἐσκέδασα</i>, Επικ. <i>σκέδασα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐσκεδασάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>σκεδασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεδάσθην</i>, παρακ. <i>ἐσκέδασμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, διαχέομαι, λέγεται για ανθρώπους, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τις ακτίνες του ηλίου, σε Αισχύλ.· λέγεται για [[λόγια]] ή [[φήμη]], διαδίδομαι [[παντού]], κοινολογούμαι, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''σκεδάννυμι:''' μέλ. σκεδάσω [ᾰ], Αττ. [[σκεδῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἐσκέδασα</i>, Επικ. <i>σκέδασα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐσκεδασάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>σκεδασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεδάσθην</i>, παρακ. <i>ἐσκέδασμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, διαχέομαι, λέγεται για ανθρώπους, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τις ακτίνες του ηλίου, σε Αισχύλ.· λέγεται για [[λόγια]] ή [[φήμη]], διαδίδομαι [[παντού]], κοινολογούμαι, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκεδάννῡμι:''' (fut. σκεδάσω - атт. [[σκεδῶ]], aor. ἐσκέδασα - эп. σκέδασα; pass.: aor. ἐσκεδάσθην, pf. ἐσκέδασμαι)<br /><b class="num">1)</b> рассеивать, разгонять (σ. [[ἠέρα]] Hom.; πάχνην ἑῴαν σ. Aesch.): σ. [[ὕπνον]] Soph. отгонять сон; σ. κήδεα ἀπὸ θυμοῦ Hom. изгонять из души печальные мысли; (οἱ [[Ἴωνες]]) ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας Her. ионяне рассеялись по городам; ἡ [[ὄψις]] ἐσκεδασμένη Xen. рассеянное, т. е. неясное зрение;<br /><b class="num">2)</b> распространять, разбрасывать, изливать (ἀκτῖνας Aesch.): τῶν (Ἀχαιῶν) [[αἷμα]] σ. Hom. лить кровь ахейцев; ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου ἀνὰ τὴν πόλιν Her. когда по городу распространилась молва;<br /><b class="num">3)</b> распускать, отпускать, отсылать (λαόν Hom.);<br /><b class="num">4)</b> разбивать на куски, сокрушать (τὴν αἰχμὴν Ποσειδῶνος Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Thphr.CP3.6.4, etc.:—also σκεδάω, Nic.Al.583: fut. σκεδάσω [ᾰ] Thgn.883 (ἀπο-), J.BJ4.9.6, Plu.Cor.12, etc.; Att.
A σκεδῶ A.Pr.25, 925, (ἀπο-) S.OT138, (δια-) Ar.V.229, Av.1053 (also in Hdt.8.68.β), (συσκ-) Ar.Ra.903: aor. ἐσκέδασα, Ep. σκέδασα, the only tense used by Hom. (v. infr.):—Med., aor. ἐσκεδασάμην (συγκατ-) X.An.7.3.32, (ἀπ-) Pl.Ax.365e:—Pass., fut. σκεδασθήσομαι M.Ant.6.4, Gal.6.6: aor. ἐσκεδάσθην, pf. ἐσκέδασμαι (v. infr.):— scatter, disperse, ἀπὸ πυρκαϊῆς σκέδασον [λαόν] Il.23.158, cf. 19.171; λαὸν σκέδασεν κατὰ νῆας 23.162; also of things, σκέδασον δ' ἀπὸ κήδεα θυμοῦ Od.8.149; ἠέρα μὲν σκέδασεν Il.17.649, cf. Od.13.352; τῶν νῦν αἷμα . . ἐσκέδασ' ὀξὺς Ἄρης shed the blood all round, Il.7.330; πάχνην . . ἥλιος σκεδᾷ πάλιν A.Pr.25; ὄσα φαίνολις ἐσκέδασ' αὔως Sapph.95; τρίαιναν . . σκεδᾷ will shiver it, A.Pr.925; μὴ σκεδάσαι τῷδ' ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων θ' ὕπνον (sleep being conceived of as a cloud over the eyes) S. Tr.989 (anap.); scatter abroad, of Pandora opening the fatal casket, Hes.Op.95. II Pass., to be scattered, disperse, σκεδασθῆναι ἀνὰ τὰς πόλιας Hdt.5.102; of a routed army, Th.4.56,112, 6.52; σ. καθ' ἁρπαγήν, of plundering parties, X.An.3.5.2; ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια Id.Eq. Mag.7.9; of the rays of the sun, πρὶν σκεδασθῆναι θεοῦ ἀκτῖνας to be shed abroad, A.Pers.502; of a rumour, to be spread abroad, ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου ἀνὰ τὴν πόλιν Hdt.4.14; also ὄψις ἐσκεδασμένη vision not confined to one object, X.Cyn.5.26.
German (Pape)
[Seite 891] auch σκεδαννύω (vgl. σκίδναμαι u. κίδνημι); fut. σκεδάσω, att. σκεδῶ, σκεδᾷς, σκεδᾷ, Ar. Vesp. 229 u. sonst, auch Her. 8, 68; perf. pass. ἐσκέδασμαι, aor. p. ἐσκεδάσθην; – zerstreuen; von Menschen, auseinanderjagen, auch milder, auseinander gehen lassen, λαὸν μὲν σκέδασον, Il. 19, 171, vgl. 23, 158. 162, wo noch κατὰ νῆας hinzugesetzt ist; – von leblosen Dingen, ἠέρα μὲν σκέδασεν, er zerstreu'te, verscheuchte den Nebel, 17, 649; ἀπ' ὀφθαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν, 20, 341; auch τῶν νῦν αἷμα ἐσκέδασ' ὀξὺς Ἄρης, 7, 330, er sprengte das Blut rings umher, verspritzte es; dah. nach allen Seiten hin verbreiten, Hes. O. 95; πάχνην θ' ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν, Aesch. Prom. 25; πρὶν σκεδασθῆναι θεοῦ ἀκτῖνας, ehe sie sich verbreiteten, Pers. 494 (vgl σκίδναμαι); vertreiben, verscheuchen, μὴ σκεδάσαι τῷδ' ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων θ' ὕπνον, Soph. Tr. 989; μερίμνας, Anacr. 30, 18; ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας, Her. 5, 102; ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου, 4, 14; τὸν ὄχλον τῶν ψιλῶν ἐσκεδασμένον, Thuc. 4, 56, wie ὁ ἄλλος ὅμιλος κατὰ πάντα ὁμοίως ἐσκεδάννυντο, zerstreu'ten sich, 112; ὥςτε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο, Plat. Prot. 322 b; ἐσκεδασμένων ἤδη τῶν ἀνθρώπων, Conv. 221 a; τινὰς τῶν ἐσκεδασμένων ἐν τῷ πεδίῳ καθ' ἁρπαγήν, die sich, um Beute zu machen, in der Ebene zerstreu't hatten, Xen. An. 3, 5, 2, u. öfter, wie Folgde; σκεδασθέντες ἐς πᾶσαν τὲν πόλιν, Hdn. 7, 9, 17.
Greek (Liddell-Scott)
σκεδάννῡμι: Θεόφρ., κλπ.· ὡσαύτως σκεδάω Νικ. Ἀλεξιφ. 596· ― μέλλ. σκεδάσω [ᾰ] Θόογν. 883, Πλούτ., κλπ.· Ἀττικ. σκεδῶ Αἰσχύλ. Πρ. 25. 925, (ἀπο-) Σοφ. Ο. Τ. 138· (δια-) Ἀριστοφ. Σφ. 222, Ὄρν. 1053 (ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 8. 68)· (οὐσκ-) Ἀριστοφ. Βάτρ. 903· ― ἀόρ. ἐσκέδασα, Ἐπικ. σκέδασα, ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. χρόνος. ― Μέσ., ἀόρ. ἐσκεδασάμην (κατ-) Ξεν. Ἀν. 7. 2, 32, (ἀπ-) Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Ε. ― Παθ., μέλλ. σκεδασθήσομαι Μᾶρκ. Ἀντινῖν. 6. 4, Γαλην.· ― ἀόρ. ἐσκεδάσθην, πρκμ. ἐσκέδασμαι, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΔ παράγονται καὶ τὰ σκέδασις, σκέδναμαι, κτλ., καὶ ἄνευ τοῦ σ, κεδάννυμι· ἢ μετὰ τοῦ κ δασυνθέντος, ΣΧΕΔ, ὅθεν τὰ σχέδος, σχεδία· ὡσαύτως ΣΧΑΔ, ὡς ἐν τοῖς σχάζω. πρβλ. χάζω). Σκορπίζω, διασκορπίζω, ἀπὸ πυρκαϊῆς σκέδασον [λαὸν] Ἰλ. Ψ. 158, πρβλ. Τ. 171· λαὸν σκέδασεν κατὰ νῆας Ψ. 162· ― ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, σκέδασον δ’ ἀπὸ κήδεα θυμοῦ Ὀδ. Θ. 149· ἠέρα μὲν σκέδασεν Ἰλ. Ρ. 649, πρβλ. Ὀδ. Ν. 352· τῶν νῦν αἷμα ... ἐσκέδασ’ ὀξὺς Ἄρης, ἔχεεν ὁλόγυρα, Ἰλ. Η. 330· πάχνην ... ἥλιος σκεδᾷ πάλιν Αἰσχύλ. Πρ. 25· τρίαιναν ... σκεδᾷ, θὰ συντρίψῃ εἰς τεμάχια, αὐτόθι 925· μὴ σκεδάσαι τῷδ’ ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων θ’ ὕπνον, τοῦ ὕπνου θεωρουμένου ὡς νέφους κεχυμένου ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Τρ. 989· σκορπίζω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, διασκορπίζω, ἐπὶ τῆς Πανδώρας ἀνοιγούσης τὸ ὀλέθριον κιβώτιον, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 95. ΙΙ. Παθ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, σκεδασθῆναι ἀνὰ τὰς πόλιας Ἡρόδ. 5. 102· μάλιστα ἐπὶ ἡττηθείσης στρατιᾶς, Θουκ. 4. 56, 112., 6. 52· σκ. καθ’ ἁρπαγήν, ἐπὶ λαφυραγωγούντων στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 7. 9· ἐπὶ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, πρὶν σκεδασθῆναι θεοῦ ἀκτῖνας, διαχέομαι (πρβλ. σκίδναμαι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 502· ― ἐπὶ φήμης ἢ λόγου, διαφημίζομαι, γίνομαι κοινός, κοινολογοῦμαι, ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου Ἡρόδ. 4. 14· ὡσαύτως, ὄψις ἐσκεδασμένη, μὴ περιοριζομένη εἰς ἓν καὶ μόνον ἀντικείμενον. Ξεν. Κυν. 5. 26.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐσκέδαννυν, f. σκεδάσω, att. σκεδῶ, ao. ἐσκέδασα, pf. inus.
Pass. f. σκεδασθήσομαι, ao. ἐσκεδάσθην, pf. ἐσκέδασμαι;
1 répandre de côté et d’autre ; αἷμα IL verser du sang ; Pass. se répandre çà et là : σκ. κατὰ τὴν χώραν THC se répandre à travers le pays ; ἐσκεδασμένοι ἐν τῷ πεδίῳ XÉN soldats dispersés dans la plaine ; fig. ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου HDT le bruit s’étant répandu;
2 renvoyer de côté et d’autre, disperser : λαόν IL la foule ; ἠέρα IL dissiper une vapeur ; fig. ἀπὸ βλεφάρων ὕπνον SOPH chasser le sommeil des paupières de qqn ; σκ. ἀπὸ κήδεα θυμοῦ OD chasser les soucis de son âme.
Étymologie: R. Σκεδ, disperser ; cf. σκίδναμαι.
Greek Monolingual
και σκεδαννύω ΜΑ
1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ.
β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν... σκέδασον», Μηναί
β. «πάχνην... ἥλιος σκεδᾱ», Αισχύλ.)
3. αφήνω, επιτρέπω να διασκορπιστεί κάτι σε διάφορες κατευθύνσεις ([για την Πανδώρα] «χείρεσσι πίθου... πῶμ' ἀφελοῡσα ἐσκέδασ' ἀνθρώποισι δ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά», Ησίοδ.)
4. παθ. σκεδάννυμαι και σκεδαννύομαι
α) (για τις ακτίνες του Ηλίου) διαχέομαι («πρὶν σκεδασθῆναι θεοῡ ἀκτῑνας», Αισχύλ.)
β) (για φήμη ή λόγο) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, κοινολογούμαι («ἐσκεδασμένου δὲ ἤδη τοῡ λόγου ἀνὰ τὴν πόλην ὡς τεθνεὼς εἴη», Ηρόδ.)
5. φρ. «ὄψις ἐσκεδασμένη» — όραση, θέαση που δεν περιορίζεται σε ένα και μόνο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σκεδάννυμι ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα (s)k(h)ed- / (s)k(h)e-n-d- «σχίζω, διασκορπίζω» (πρβλ. αβεστ. sčandayeiti «σπάζω, καταστρέφω», αρχ. ινδ. skhadate «σχίζω», λιθουαν. skederva «θραύσμα», αγγλ. scatter «διασκορπίζω»). Αρχικός τ. ενεστ. είναι ο τ. σκίδνημι, ενώ ο μτγν. τ. σκεδάννυμι (< σκεδάσ-νυ-μι) έχει σχηματιστεί από τον σιγματικό αόρ. ἐ-σκέδασ-α με ενεστωτικό επίθημα -νυ- (πρβλ. κεράννυμι: ἐκέρασα, πετάννυμι: ἐπέτασα). Παρλλ. απαντούν και τύποι ενεστ. κεδάννυμι, κίδναμαι (δεν είναι, όμως, εύκολο να εξακριβωθεί η αρχαιότητα της εναλλαγής αυτής του αρκτικού σκ- / κ-), καθώς και τύποι αορ. κεδάσσαι, κεδασθῆναι (στον Όμ. για μετρικούς λόγους), απ' όπου προήλθαν οι μτγν. τ. ενεστ. κεδαίω, κεδαίομαι].
Greek Monotonic
σκεδάννυμι: μέλ. σκεδάσω [ᾰ], Αττ. σκεδῶ· αόρ. αʹ ἐσκέδασα, Επικ. σκέδασα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐσκεδασάμην — Παθ., μέλ. σκεδασθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσκεδάσθην, παρακ. ἐσκέδασμαι,
I. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω, σε Όμηρ.
II. Παθ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, διαχέομαι, λέγεται για ανθρώπους, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τις ακτίνες του ηλίου, σε Αισχύλ.· λέγεται για λόγια ή φήμη, διαδίδομαι παντού, κοινολογούμαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
σκεδάννῡμι: (fut. σκεδάσω - атт. σκεδῶ, aor. ἐσκέδασα - эп. σκέδασα; pass.: aor. ἐσκεδάσθην, pf. ἐσκέδασμαι)
1) рассеивать, разгонять (σ. ἠέρα Hom.; πάχνην ἑῴαν σ. Aesch.): σ. ὕπνον Soph. отгонять сон; σ. κήδεα ἀπὸ θυμοῦ Hom. изгонять из души печальные мысли; (οἱ Ἴωνες) ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας Her. ионяне рассеялись по городам; ἡ ὄψις ἐσκεδασμένη Xen. рассеянное, т. е. неясное зрение;
2) распространять, разбрасывать, изливать (ἀκτῖνας Aesch.): τῶν (Ἀχαιῶν) αἷμα σ. Hom. лить кровь ахейцев; ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου ἀνὰ τὴν πόλιν Her. когда по городу распространилась молва;
3) распускать, отпускать, отсылать (λαόν Hom.);
4) разбивать на куски, сокрушать (τὴν αἰχμὴν Ποσειδῶνος Aesch.).