συμπόσιον: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπόσιον:''' τό ([[συμπίνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> ομαδική [[διασκέδαση]], [[φαγοπότι]], [[συμπόσιο]], [[ευτυχία]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αίθουσα]] στην οποία γίνονταν συμπόσια, [[αίθουσα]] συμποσίου, σε Λουκ.
|lsmtext='''συμπόσιον:''' τό ([[συμπίνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> ομαδική [[διασκέδαση]], [[φαγοπότι]], [[συμπόσιο]], [[ευτυχία]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αίθουσα]] στην οποία γίνονταν συμπόσια, [[αίθουσα]] συμποσίου, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπόσιον:''' τό<b class="num">1)</b> попойка, пиршество, пир Pind., Her., Xen., Plat. etc.;<br /><b class="num">2)</b> собир. участники пирушки, пирующие Plut.;<br /><b class="num">3)</b> пиршественный зал, столовая Luc.;<br /><b class="num">4)</b> группа сотрапезников: ἀνακλιθῆναι συμπόσια συμπόσια NT усесться по группам.
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπόσιον Medium diacritics: συμπόσιον Low diacritics: συμπόσιον Capitals: ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
Transliteration A: sympósion Transliteration B: symposion Transliteration C: symposion Beta Code: sumpo/sion

English (LSJ)

τό,

   A drinking-party, symposium, Thgn. 298,496, Phoc.11, Alc.Supp.23.3, Pi.N.9.48, al., Hdt.2.78, X.Cyr.8.8.10, etc.; σ. κατασκευάσαι, φίλοις παρασχεῖν, συνάγειν, Pl.R.363c, Plu.2.198b, Ath.5.186c, etc.; παιδαγωγεῖν Pl.Lg.641b.--Pl., X., and Plu. wrote dialogues under this name.    II the party itself, the guests, LXX 3 Ma.5.36, Plu.2.157d, 704d; ἀνακλιθῆναι . . συμπόσια συμπόσια in groups, Ev.Marc.6.39.    III the room in which such parties were given, τοῦ σ. στέγη Callix.2, cf. BGU1793.11 (i B.C.); σαίρειν τὸ σ. Luc.D Deor.24.1, etc.

German (Pape)

[Seite 989] τό, das Mit- od. Zusammentrinken, Trinkgelage, Schmaus; Theogn.; Pind. N. 9, 48 Ol. 7, 5 I. 5, 1; Ar. Vesp. 1005 Pax 754; Plat. Prot. 347 c u. öfter, u. Folgde. – Auch Speisezimmer, Speisesaal, Luc. de merc. cond. 27.

Greek (Liddell-Scott)

συμπόσιον: τό, (συμπίνω) ὡς καὶ νῦν, συμπόσιον, εὐωχία, συνδιασκέδασις, «φαγοπότι», Θέογν. 298, 496, Φωκυλ. 11, Ἡρόδ. 2. 78, Πίνδ., κλπ.· σ. κατασκευάζειν, παρασχεῖν τινι, συνάγειν Πλάτ. Πολ. 363C, Πλούτ., κλπ.· ― κυρίως ἐγίνετο μετὰ τὸ δεῖπνον, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· πρβλ. συμποτικός. Περὶ τῶν Ἀθηναϊκῶν συμποσίων, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ὁ Πλάτ., ὁ Ξεν. καὶ ὁ Πλούτ. ἔγραψαν διαλόγους φέροντας τὸ ὄνομα τοῦτο. ΙΙ. οἱ ἀποτελοῦντες τὸ συμπόσιον, οἱ συμπόται, Πλούτ. 2. 157D, 704D. ΙΙΙ. ἡ αἴθουσα ἐν ᾗ τὰ συμπόσια ἐγίνοντο, τοῦ σ. στέγη Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· σαίρειν τὸ συμπόσιον Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24, 1, κτλ.· ― ἐν Ξενοφ. Κύρ. 8. 8, 10, ἡ σημασία εἶναι ἀμφίβ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 banquet, festin;
2 collect. les convives;
3 salle de festin.
Étymologie: συμπίνω.

English (Slater)

συμπόσιον
   1 drinking party, drinking companions συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν (O. 7.5) ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον (N. 9.48) θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν (I. 6.1)

English (Strong)

neuter of a derivative of the alternate of συμπίνω; a drinking-party ("symposium"), i.e. (by extension) a room of guests: company.

English (Thayer)

συμποσίου, τό (συμπίνω), a drinking-party, entertainment (Latin convivium); by metonymy, the party itself, the guests (Plutarch, mor., p. 157a.; 704d.); plural rows of guests: συμπόσια συμπόσια, Hebraistically for κατά συμπόσια, in parties, by companies (Buttmann, 30 (27); § 129a. 3; Winer s Grammar, 229 (214); 464 (432)); see πρασιά), Mark 6:39.

Greek Monotonic

συμπόσιον: τό (συμπίνω),·
I. ομαδική διασκέδαση, φαγοπότι, συμπόσιο, ευτυχία, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
II. αίθουσα στην οποία γίνονταν συμπόσια, αίθουσα συμποσίου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπόσιον: τό1) попойка, пиршество, пир Pind., Her., Xen., Plat. etc.;
2) собир. участники пирушки, пирующие Plut.;
3) пиршественный зал, столовая Luc.;
4) группа сотрапезников: ἀνακλιθῆναι συμπόσια συμπόσια NT усесться по группам.