γλύφανος: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γλύφᾰνος:''' [ῠ], ὁ ([[γλύφω]]), [[εργαλείο]] γλυπτικής, [[μαχαίρι]], [[σμίλη]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.· [[γλύφανος]] καλάμου, [[κονδυλομάχαιρο]], σε Ανθ. | |lsmtext='''γλύφᾰνος:''' [ῠ], ὁ ([[γλύφω]]), [[εργαλείο]] γλυπτικής, [[μαχαίρι]], [[σμίλη]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.· [[γλύφανος]] καλάμου, [[κονδυλομάχαιρο]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλύφᾰνος:''' ὁ или γλύφᾰνον (ῠ) τό HH, Theocr. = [[γλυπτήρ]]: γ. καλάμου Anth. перочинный нож. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, (γλύφω)
A tool for carving, knife, chisel, h.Merc.41, Theoc.1.28; γ. καλάμου pen-knife, AP6.63 (Damoch.).
Greek (Liddell-Scott)
γλύφᾰνος: ὁ, (γλύφω) ἐργαλεῖον γλυφῆς, σμίλη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 41, Θεόκρ. 1. 28· γλ. καλάμου, κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 63.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ciseau, burin.
Étymologie: γλύφω.
Spanish (DGE)
(γλύφᾰνος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
cincel, buril, h.Merc.41, Theoc.1.28, EM 235.15G.
•cortaplumas γ. καλάμου AP 6.63 (Damoch.).
Greek Monotonic
γλύφᾰνος: [ῠ], ὁ (γλύφω), εργαλείο γλυπτικής, μαχαίρι, σμίλη, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.· γλύφανος καλάμου, κονδυλομάχαιρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γλύφᾰνος: ὁ или γλύφᾰνον (ῠ) τό HH, Theocr. = γλυπτήρ: γ. καλάμου Anth. перочинный нож.