καταρτίζω: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(5) |
(2b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταρτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]] εκ νέου, [[αποκαθιστώ]], σε Ηρόδ.· <i>κ. δίκτυα</i>, [[διορθώνω]] δίχτυα, «[[μπαλώνω]]», σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., [[επαναφέρω]] στο σωστό, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]] εντελώς· Παθ. παρακ. <i>κατηρτισμένος</i>, απόλ., εφοδιασμένος [[καλά]], [[πλήρης]], σε Ηρόδ., Κ.Δ. | |lsmtext='''καταρτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]] εκ νέου, [[αποκαθιστώ]], σε Ηρόδ.· <i>κ. δίκτυα</i>, [[διορθώνω]] δίχτυα, «[[μπαλώνω]]», σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., [[επαναφέρω]] στο σωστό, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]] εντελώς· Παθ. παρακ. <i>κατηρτισμένος</i>, απόλ., εφοδιασμένος [[καλά]], [[πλήρης]], σε Ηρόδ., Κ.Δ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταρτίζω:''' <b class="num">1)</b> вновь приводить в порядок, восстанавливать: πάντα κ. ἐς [[τωὐτό]] Her. привести все в прежнее состояние;<br /><b class="num">2)</b> умиротворять (Μιλησίους Her.; τὸν δῆμον Plut.);<br /><b class="num">3)</b> исправлять, приводить в порядок, чинить ([[ναῦς]] Polyb.; τὰ δίκτυα NT);<br /><b class="num">4)</b> руководить, направлять, вести (τινὰ εἰς или πρὸς τὸ [[συμφέρον]] Plut.; ὁ μαθητὴς κατηρτισμένος [[ἔσται]] ὡς ὁ [[διδάσκαλος]] [[αὐτοῦ]] NT);<br /><b class="num">5)</b> реже med. снаряжать, готовить (στόλον Polyb.): [[σκεύη]] ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν NT орудия гнева, готовые нести гибель;<br /><b class="num">6)</b> снабжать, укомплектовывать (ναῦν πληρώματι ἐπιλέκτῳ Polyb.): κ. τριήρεις Diod. укомплектовывать триеры (людьми). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A adjust, put in order, restore, πάντα ἐς τὠυτό Hdt.5.106; Μίλητος νοσήσασα στάσι, μέχρι οὗ μιν Πάριοι κατήρτισαν ib.28, cf. 30; τὸν δῆμον Plu.Marc.10; ἵνα καταρτισθῇ [ἡ πόλις] D.H.3.10; κ. δίκτυα mend, Ev.Matt.4.21; set a dislocated limb, in Pass., Apollon.Cit.2, Heliod. ap. Orib.49.1.3 (Act. and Pass.); but κ. τὴν ὀσφὺν καὶ τοὺς ὤμους form them by exercise, Arr.Epict.3.20.10: metaph., restore to a right mind, Ep.Gal. 6.1; κ. τινὰ εἰς τὸ συμφέρον Plu.Cat.Mi.65; reconcile, φίλους διαφερομένους Eus.Mynd.1; make good, τὰ ὑστερήματα τῆς πίστεως 1 Ep.Thess.3.10:—Med., ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν LXXPs.67(68).10. II furnish, equip, τετρήρη πληρώματι Plb.1.47.6, al., cf. PTeb.6.7 (ii B.C., Pass.), D.S.13.70, etc.:—Pass., πλοῖα ταῖς εἰρεσίαις κατηρτισμένα Plb.5.2.11; κατηρτισμένος abs., in battle array, Hdt. 9.66; instructed, Ev.Luc.6.40; prepare, make ready, σφενδόνην Ph.Bel.78.24:—Med., LXXEx.15.17, al.: σῶμα κατηρτίσω μοι Ep.Hebr.10.5; ὁ τὸν κόσμον καταρτισάμενος PMag.Par.1.1147: c. inf., κατηρτίσατο δίδοσθαι OGI177.10 (Egypt, i B.C.):—so in Pass., ib.179.8 (ibid., i B.C.): abs. in imper., καταρτίζεσθε 2 Ep.Cor.13.11. 2 compound, prepare dishes, medicines, etc., Dsc.Alex.Praef.codd. (v. καταρτύω):—Med., Nic.Th.954.
German (Pape)
[Seite 1376] einrichten, in Ordnung bringen, ein Glied wieder einrenken, Sp., bes. Medic.; wiederherstellen, κεῖνα πάντα καταρτίσω εἰς τωὐτό Her. 5, 106; ναῦς, στόλον, ausrüsten, Pol. 1, 21, 4. 29, 1. 36, 5 u. öfter; τριήρεις D. Sic. 13, 70; aussöhnen, Her. 5, 28; leiten, regieren, Plut. Marcell. 10 Cat. min. 65.
Greek (Liddell-Scott)
καταρτίζω: μέλλ. -ίσω (πρβλ. ἀπαρτίζω), διευθετῶ, τακτοποιῶ ἐκ νέου, «διορθώνω», συμφιλιώνω, διαλλάττω, πάντα ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 5. 106· Μίλητος νοσήσασα στάσι, μέχρι οὗ μιν Πάριοι κατήρτισαν αὐτόθι 28, ὅπερ ἐν 29 κατήλλαξαν τοὺς στασιάζοντας λέγει· κ. τὸν δῆμον Πλουτ. Μάρκ. 10· φίλους διαφερομένους κ. Στοβ. Ἀνθολ. Ι. 85, 52· στασιάζουσα πόλις ἵνα καταρτισθῇ Διον. Ἁλ. 3. 10· πρβλ. καταρτιστήρ·- κ. ναῦς, ἐπιδιορθώνω, ἐπισκευάζω, ἐκ νέου ὁπλίζω, Πολύβ. 1. 21, 4, κτλ.· κατ. δίκτυα, διορθώνω, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. δ΄, 21· τοποθετῶ ἐξηρθρωμένον μέλος, ἐπαναφέρω εἰς τὴν θέσιν του, Ὀρειβάσ. 135 Mai· ἀλλά, κατ. τὴν ὀσφὺν καὶ τοὺς ὤμους, σχηματίζω αὐτὰ διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 10·- μεταφορ., ἐπαναφέρω εἰς τὸ ὀρθόν, Ἐπιστ. πρὸς Γαλ. ς΄, 1· κατ. τινὰ εἰς τὸ συμφέρον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65.- Μέσ., ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν, ἐθεράπευσας, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 9). ΙΙ. ἐντελῶς ἐφοδιάζω, ὁπλίζω, ἑτοιμάζω, ναῦν πληρώματι Πολύβ. 1. 47, 6, κτλ.· ταῖς εἰρεσίαις κατηρτισμένοι ὁ αὐτ. 5. 2, 11· κατηρτισμένος, ἀπολ., καλῶς ἐφωδιασμένος, πλήρης, Ἡρόδ. 9. 66 (πρβλ. καταρτάω), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ς΄, 40, κτλ., πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 11· κατήρτισται καὶ πεπαίδευται Ἀριστείδ. Α. 66. ΙΙΙ. παρασκευάζω, συσκευάζω, ἑτοιμάζω φαγητά, φάρμακα, κτλ., Διοσκ., κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 964.
French (Bailly abrégé)
I. 1 arranger, appareiller, garnir;
2 gouverner, diriger;
II. remettre en ordre, en état, restaurer (un État, un peuple, les affaires, etc.).
Étymologie: κατά, ἀρτίζω.
Spanish
English (Strong)
from κατά and a derivative of ἄρτιος; to complete thoroughly, i.e. repair (literally or figuratively) or adjust: fit, frame, mend, (make) perfect(-ly join together), prepare, restore.
English (Thayer)
future καταρτίσω (L T Tr WH (Buttmann, 31 (32); but καταρτίσαι, 1st aorist optative 3rd person singular)); 1st aorist infinitive καταρτίσαι; passive, present καταρτίζομαι; perfect κατήρτισμαι; 1st aorist middle 2nd person singular κατηρτίσω; properly, "to render ἄρτιος, i. e. fit, sound, complete" (see κατά, III:2); hence,
a. to mend (what has been broken or rent), to repair: τά δίκτυα, to complete, τά ὑστερήματα, to fit out, equip, put in order, arrange, adjust: τούς αἰῶνας, the worlds, passive Song of Solomon , for הֵכִין, ἥλιον, σελήνην, σκεύη κατηρτισμένη εἰς ἀπώλειαν, of men whose souls God has so constituted that they cannot escape destruction (but see Meyer (edited by Weiss) in the place cited), πλοῖα, Polybius 5,46, 10, and the like); of the mind: κατηρτισμένος ὡς etc. so instructed, equipped, as etc. (cf. Buttmann, 311 (267); but others take κατηρτισμένος as a circumstantial participle "when perfected shall be as (not 'above') his master" (see Meyer, in the place cited); on this view the passage may be referred to the next entry), to fit or frame for oneself, prepare: αἶνον, Sept. for יָסַד); σῶμα, to strengthen, perfect, complete, make one what he ought to be: τινα (τινα ἐν παντί ἔργῳ (T WH omit)) ἀγαθῷ, κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοι< κτλ., of those who have been restored to harmony (so πάντα εἰς τωὐτό, Herodotus 5,106; ἵνα καταρτισθῇ ἡ στασιαζουσα πόλις, Dionysius Halicarnassus, Antiquities 3,10), προκαταρτίζω.)
Greek Monolingual
(AM καταρτίζω)
παρασκευάζω κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και ιδίως γνώσεις σε ορισμένο κλάδο, εκπαιδεύω, εξασκώ («τον κατάρτισε στα μαθηματικά»)
νεοελλ.
ολοκληρώνω κάτι ώστε να είναι πλήρες, συγκροτώ σε ένα οργανικό σύνολο, οργανώνω (α. «κατάρτισε τον κατάλογο τών παρόντων στη συνέλευση» β. «κατάρτισε λόχο»)
μσν.
χτίζω, ιδρύω
μσν.-αρχ.
ετοιμάζω («καταρτίζειν σφενδόνην», Φίλ.)
αρχ.
1. διευθετώ, τακτοποιῶ
2. συμφιλιώνω
3. επιδιορθώνω, επισκευάζω («καὶ προβὰς ἐκεῑθεν εἶδεν ἄλλους... καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν», ΚΔ)
4. τοποθετώ εξαρθρωμένο μέλος στη θέση του
5. ασκώ τα μέλη του σώματος για να τά φέρω στη φυσιολογική τους κατάσταση
6. επαναφέρω στον σωστό δρόμο («ὑμεῑς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῡτον ἐν πνεύματι πραότητος», ΚΔ)
7. συμβουλεύω
8. επανορθώνω
9. θεραπεύω («ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν», ΠΔ)
10. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηρτισμένος, -η, -ον
αυτός που βρίσκεται σε θέση μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀρτίζω «προσαρμόζω» (< ἄρτι), πρβλ. απ-αρτίζω, εξ-αρτίζω. Κατ' άλλη άποψη, το ἀρτίζω είναι μεταπλασμένος τ. του ἀρτέομαι «είμαι έτοιμος»].
Greek Monotonic
καταρτίζω: μέλ. -ίσω,
I. διευθετώ, τακτοποιώ εκ νέου, αποκαθιστώ, σε Ηρόδ.· κ. δίκτυα, διορθώνω δίχτυα, «μπαλώνω», σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., επαναφέρω στο σωστό, στο ίδ.
II. εφοδιάζω, εξοπλίζω εντελώς· Παθ. παρακ. κατηρτισμένος, απόλ., εφοδιασμένος καλά, πλήρης, σε Ηρόδ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
καταρτίζω: 1) вновь приводить в порядок, восстанавливать: πάντα κ. ἐς τωὐτό Her. привести все в прежнее состояние;
2) умиротворять (Μιλησίους Her.; τὸν δῆμον Plut.);
3) исправлять, приводить в порядок, чинить (ναῦς Polyb.; τὰ δίκτυα NT);
4) руководить, направлять, вести (τινὰ εἰς или πρὸς τὸ συμφέρον Plut.; ὁ μαθητὴς κατηρτισμένος ἔσται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ NT);
5) реже med. снаряжать, готовить (στόλον Polyb.): σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν NT орудия гнева, готовые нести гибель;
6) снабжать, укомплектовывать (ναῦν πληρώματι ἐπιλέκτῳ Polyb.): κ. τριήρεις Diod. укомплектовывать триеры (людьми).