ἀκριβοδίκαιος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκριβοδίκαιος]], -ον)<br />αυτός που δικάζει με [[αυστηρότητα]], ο [[ακριβής]] στην [[απόδοση]] του δικαίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντελείται με απόλυτη [[δικαιοσύνη]], ο πολύ [[δίκαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακριβής]] <span style="color: red;">+</span> [[δίκαιος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκριβοδίκαιος]], -ον)<br />αυτός που δικάζει με [[αυστηρότητα]], ο [[ακριβής]] στην [[απόδοση]] του δικαίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντελείται με απόλυτη [[δικαιοσύνη]], ο πολύ [[δίκαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακριβής]] <span style="color: red;">+</span> [[δίκαιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκρῑβοδίκαιος:''' строго судящий, придерживающийся буквы закона Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A precise as to one's rights, ἀ. ἐπὶ τὸ χεῖρον of one who strains the law, Arist.EN1138a1; but in good sense, Ph.1.672, al.
German (Pape)
[Seite 81] streng, gerecht, Arist. Nic. Eth. 5, 10, 8; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκριβοδίκαιος: -ον, ὁ αὐστηρῶς δικάζων, εἰς ἄκρον δίκαιος, ἀκρ. ἐπὶ τὸ χεῖρον, ὑπερβολικὸς ἐν τῇ κατακρίσει τοῦ κακῶς ἔχοντος, τοῦ φα΄θλου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 8.
Spanish (DGE)
-ον
que se atiene estrictamente a la ley ὁ μὴ ἀ. ἐπὶ τὸ χεῖρον Arist.EN 1138a1, abs. Ph.1.672, Isid.Pel.Ep.M.78.984A.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκριβοδίκαιος, -ον)
αυτός που δικάζει με αυστηρότητα, ο ακριβής στην απόδοση του δικαίου
νεοελλ.
αυτός που συντελείται με απόλυτη δικαιοσύνη, ο πολύ δίκαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβής + δίκαιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρῑβοδίκαιος: строго судящий, придерживающийся буквы закона Arst.