κελευθήτης: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κελευθήτης:''' -ου, ὁ, [[οδοιπόρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κελευθήτης:''' -ου, ὁ, [[οδοιπόρος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κελευθήτης:''' ου adj. m путешествующий, странствующий ([[ἄνθρωπος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A wayfarer, AP6.120 (Leon.: prob. -ίτης).
German (Pape)
[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Leon. Tar. 60 (VI, 120).
Greek (Liddell-Scott)
κελευθήτης: -ου, ὁ, ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 6. 120, πρβλ. κελευθοπόρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος.
Greek Monolingual
κελευθήτης, ὁ (Α)
ο οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. -ήτης (πρβλ. αυλ-ήτης, σκην-ήτης)].
Greek Monotonic
κελευθήτης: -ου, ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κελευθήτης: ου adj. m путешествующий, странствующий (ἄνθρωπος Anth.).