δύσθροος: Difference between revisions
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσθροος:''' -ον, αυτός που ηχεί, αυτός που ακούγεται άσχημα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δύσθροος:''' -ον, αυτός που ηχεί, αυτός που ακούγεται άσχημα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσθροος:''' Pind., Aesch. = [[δυσθρήνητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ill-sounding, φωνά Pi.P.4.63; βάγματα, αὐδά, γόοι, A.Pers.637 (lyr.), 942 (anap.), 1076 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 681] mißtönend, traurig klingend; φωνή Pind. P. 4, 63; αὐδή, γόοι, Aesch. Pers. 940. 1076.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθροος: -ον, κακῶς ἠχῶν, φωνὰ Πίνδ. Π. 4. 111· βάγματα, αὐδή, γόοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 635, 941, 1076.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
plaintif, lamentable.
Étymologie: δυσ-, θρόος.
English (Slater)
δύσθροος, -ον
1 ill-sounding δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν (sc. Βάττον, who was afflicted with a stammer) (P. 4.63)
Spanish (DGE)
-ον
1 malsonante φωνά del tartamudo Bato, Pi.P.4.63.
2 de triste sonido, lastimero βάγματα A.Pers.636, αὐδά A.Pers.942, γόοι A.Pers.1076, Ἠχώ Nonn.D.32.131, 48.790.
Greek Monotonic
δύσθροος: -ον, αυτός που ηχεί, αυτός που ακούγεται άσχημα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δύσθροος: Pind., Aesch. = δυσθρήνητος.