ἐπιτακτήρ: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτακτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἐπιτάσσω]]), [[διοικητής]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιτακτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἐπιτάσσω]]), [[διοικητής]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτακτήρ:''' ῆρος ὁ отдающий приказания, приказывающий Xen.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτακτήρ Medium diacritics: ἐπιτακτήρ Low diacritics: επιτακτήρ Capitals: ΕΠΙΤΑΚΤΗΡ
Transliteration A: epitaktḗr Transliteration B: epitaktēr Transliteration C: epitaktir Beta Code: e)pitakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = sq., X.Cyr.2.3.4.

German (Pape)

[Seite 989] ῆρος, ὁ, der Befehlende, Xen. Cyr. 2, 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτακτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ξεν. Κύρ. 2. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui commande.
Étymologie: ἐπιτάσσω.

Greek Monolingual

ἐπιτακτήρ, ὁ (Α) επιτάσσω
αυτός που δίνει εντολές («τοῑς μὴ θέλουσιν ἑαυτοῑς προστάττειν ἐκπονεῑν τἀγαθά ἄλλους αὐτοῑς ἐπιτακτῆρας δίδωσι [ό θεός]», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπιτακτήρ: -ῆρος, ὁ (ἐπιτάσσω), διοικητής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτακτήρ: ῆρος ὁ отдающий приказания, приказывающий Xen.