θηλύνοος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηλύνοος:''' σηνηρ. <i>-[[νους]]</i>, <i>-ουν</i>, αυτός που έχει γυναικείο [[μυαλό]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θηλύνοος:''' σηνηρ. <i>-[[νους]]</i>, <i>-ουν</i>, αυτός που έχει γυναικείο [[μυαλό]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηλύνοος:''' стяж. [[θηλύνους]] 2 (ῠ) по-женски кроткий, робкий как женщина Aesch.
}}
}}

Revision as of 06:53, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλύνοος Medium diacritics: θηλύνοος Low diacritics: θηλύνοος Capitals: ΘΗΛΥΝΟΟΣ
Transliteration A: thēlýnoos Transliteration B: thēlynoos Transliteration C: thilynoos Beta Code: qhlu/noos

English (LSJ)

ον, contr. θηλύ-νους, ουν,

   A of womanish mind, A.Pr.1003.

German (Pape)

[Seite 1207] zsgzgn θηλύνους, weiblich, weibisch gesinnt, Aesch. Prom. 1005; Suid. erkl. ἥσυχος.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύνοος: συνῃρημ. -νους, ουν, ἔχων νοῦν γυναικεῖον, Ἀισχύλ. Πρ. 1003.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui a les sentiments d’une femme.
Étymologie: θῆλυς, νόος.

Greek Monotonic

θηλύνοος: σηνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει γυναικείο μυαλό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θηλύνοος: стяж. θηλύνους 2 (ῠ) по-женски кроткий, робкий как женщина Aesch.