ὑπερωέω: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερωέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξεκινώ]] για την [[επιστροφή]], [[πηδώ]] προς τα [[πίσω]], [[οπισθοχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑπερωέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξεκινώ]] για την [[επιστροφή]], [[πηδώ]] προς τα [[πίσω]], [[οπισθοχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερωέω:''' отступать, пятиться: ὑπερώησαν οἱ ἵπποι Hom. кони отпрянули назад.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερωέω Medium diacritics: ὑπερωέω Low diacritics: υπερωέω Capitals: ΥΠΕΡΩΕΩ
Transliteration A: hyperōéō Transliteration B: hyperōeō Transliteration C: yperoeo Beta Code: u(perwe/w

English (LSJ)

   A start back, recoil, Il.8.122,314, 15.452.

German (Pape)

[Seite 1204] zurückgehen, weichen, Il. 8, 121. 314. 15, 452.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερωέω: ἀναπηδῶ ὀπίσω, ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452.

French (Bailly abrégé)

-ωῶ;
reculer, rétrograder.
Étymologie: ὑπό, ἐρωέω.

English (Autenrieth)

only aor., ὑπερώησαν, started back. (Il.)

Greek Monolingual

Α
τραβιέμαι πίσω, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρωῶ, -έω «ρέω, αναβλύζω, υποχωρώ, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].

Greek Monotonic

ὑπερωέω: μέλ. -ήσω, ξεκινώ για την επιστροφή, πηδώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερωέω: отступать, пятиться: ὑπερώησαν οἱ ἵπποι Hom. кони отпрянули назад.