βληχωνίας: Difference between revisions
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βληχωνίας:''' -ου, ὁ, παρασκευασμένος από [[φλισκούνι]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''βληχωνίας:''' -ου, ὁ, παρασκευασμένος από [[φλισκούνι]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βληχωνίας:''' ου adj. m приготовленный из полея ([[κυκεών]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A prepared with pennyroyal, κυκεών Ar.Pax712.
German (Pape)
[Seite 449] κυκεών, aus Polei bereitet, Ar. Pax 696.
Greek (Liddell-Scott)
βληχωνίας: -ου, ὁ, ἐκ βλήχωνος παρεσκευασμένος, κυκεὼν Ἀριστοφ. Εἰρ. 712.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
préparé avec du pouliot.
Étymologie: βληχώ.
Spanish (DGE)
-ου
preparado con poleo εἴ γε κυκεῶν' ἐπιπίοις βληχωνίαν Ar.Pax 712.
Greek Monotonic
βληχωνίας: -ου, ὁ, παρασκευασμένος από φλισκούνι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βληχωνίας: ου adj. m приготовленный из полея (κυκεών Arph.).