βαρβαριστί: Difference between revisions
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
(7) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρβαριστί]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[βαρβαρίζω]]<br /><b>1.</b> με [[ξένη]], βαρβαρική, [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> με τρόπο που αρμόζει στους βαρβάρους. | |mltxt=[[βαρβαριστί]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[βαρβαρίζω]]<br /><b>1.</b> με [[ξένη]], βαρβαρική, [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> με τρόπο που αρμόζει στους βαρβάρους. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρβᾰριστί:''' adv. Arph., Plut. = [[βαρβαρικῶς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A in barbarous fashion, Plu.2.336c. II in barbarian or foreign language, κεκράξονται β. Ar.Fr.79; ἀξύνετα βαρβαριστὶ παρακαλούντων App.Mith.50, cf. A.D.Adv.162.5.
German (Pape)
[Seite 432] auf barbarisch, in ausländischer Sprache, bes. persisch, Ar. frg. bei Phot.; Plut. u. a. Sp., wie App. Mithr. 50.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβᾰριστί: ἐπίρρ., κατὰ βαρβαρικὸν τρόπον, ἐπορχεῖσθαι Πλούτ. 2. 336C. II. μὲ βαρβαρικήν, ἤτοι ξένην γλῶσσαν, κεκράξονται β. (Περσιστί), Ἀριστοφ. Ἀπόσμ. 45· ἀξύνετα βαρβαριστὶ παρακαλούντων Ἀππ. Μίθρ. 50.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la façon des barbares.
Étymologie: βαρβαρίζω.
Spanish (DGE)
(βαρβᾰριστί)
adv.
1 en lengua bárbara κεκράξονται Ar.Fr.81, ἀξύνετα β. παρακαλούντων App.Mith.50, cf. D.C.68.26.4, A.D.Adu.162.5.
2 al estilo bárbaro ἐπορχουμένη Plu.2.336c.
Greek Monolingual
βαρβαριστί επίρρ. (Α) βαρβαρίζω
1. με ξένη, βαρβαρική, γλώσσα
2. με τρόπο που αρμόζει στους βαρβάρους.
Russian (Dvoretsky)
βαρβᾰριστί: adv. Arph., Plut. = βαρβαρικῶς.