εὐφραντός: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
(2b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐφραντός]], -ή, -όν (Α) [[ευφραίνω]]<br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που προκαλεί [[ευφροσύνη]], ο [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που ευφραίνεται, ο [[γεμάτος]] [[χαρά]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ Εὐφραντά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Τιμοκράτους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐφραντῶς</i> (Μ)<br />ευχάριστα, ευάρεστα. | |mltxt=[[εὐφραντός]], -ή, -όν (Α) [[ευφραίνω]]<br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που προκαλεί [[ευφροσύνη]], ο [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που ευφραίνεται, ο [[γεμάτος]] [[χαρά]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ Εὐφραντά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Τιμοκράτους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐφραντῶς</i> (Μ)<br />ευχάριστα, ευάρεστα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐφραντός:''' радостный, приятный [[Timocrates]] ap. Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A pleasant, dub. in Gal.5.88: Εὐφραντά, τά, title of work by Timocrates, D.L.10.6, cf. Sch.E.Hec.100, al. 2 cheered, delighted, Sch. rec.A.Pr.536.
Greek Monolingual
εὐφραντός, -ή, -όν (Α) ευφραίνω
1. ενεργ. αυτός που προκαλεί ευφροσύνη, ο ευχάριστος
2. παθ. αυτός που ευφραίνεται, ο γεμάτος χαρά
3. (το ουδ. πληθ.) τὰ Εὐφραντά
τίτλος έργου του Τιμοκράτους.
επίρρ...
εὐφραντῶς (Μ)
ευχάριστα, ευάρεστα.
Russian (Dvoretsky)
εὐφραντός: радостный, приятный Timocrates ap. Diog. L.