ἀνέωνται: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέωνται:''' = [[ἀνεῶνται]], γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[ἀνίημι]], ως από <i>*ἀνεόω</i>.
|lsmtext='''ἀνέωνται:''' = [[ἀνεῶνται]], γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[ἀνίημι]], ως από <i>*ἀνεόω</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέωνται:''' ион. 3 л. pl. pf. pass. к [[ἀνίημι]].
}}
}}