φυλακτέος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φυλακτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[φυλάσσω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>φυλακτέον</i>, αυτό που πρέπει να προσέχει [[κανείς]] ή να υπακούει, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί [[εναντίον]] κάποιου, <i>τι</i>, σε Αισχύλ., Πλάτ.
|lsmtext='''φυλακτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[φυλάσσω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>φυλακτέον</i>, αυτό που πρέπει να προσέχει [[κανείς]] ή να υπακούει, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί [[εναντίον]] κάποιου, <i>τι</i>, σε Αισχύλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠλακτέος:''' adj. verb. к [[φυλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκτέος Medium diacritics: φυλακτέος Low diacritics: φυλακτέος Capitals: ΦΥΛΑΚΤΕΟΣ
Transliteration A: phylaktéos Transliteration B: phylakteos Transliteration C: fylakteos Beta Code: fulakte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be observed, πρόνοια τοῦ θεοῦ S.OC1180; (from Med.) to be guarded against, E.Andr.63.    II φυλακτέον, one must observe, obey, ἀνάγκην Id.IT620; one must preserve, τὰ πρεσβεῖα Aristid.1.99J.    2 (from Med.) one must guard against, τι A.Th.499; ἡδονήν Arist.EN1109b7; φ. μή . . Pl.R.416a; ὅπως μή . . X.Oec.7.36, cf. Isoc.6.94: c. inf., τοῦτο πράττειν Porph.Abst. 2.31.

Greek (Liddell-Scott)

φυλακτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ φυλάσσειν, μή σοι πρόνοι’ ᾖ τοῦ θεοῦ φυλακτέα Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1180· ἅ σοι φυλακτέα Εὐρ. Ἀνδρ. 63. ΙΙ. φυλακτέον, δεῖ φυλάττειν, ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Αὐλ. 620. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), πρέπει τις νὰ προφυλαχθῇ ἀπό τινος ἢ ἐναντίον τινός, τι Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 499, Πλάτ., κλπ.· φ. μή... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416 Α· ὅπως μή... Ξεν. Οἰκ. 7, 36, πρβλ. Ἰσοκρ. 135C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de φυλάσσω.

Greek Monotonic

φυλακτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του φυλάσσω·
1. αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. φυλακτέον, αυτό που πρέπει να προσέχει κανείς ή να υπακούει, σε Ευρ.
2. (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί εναντίον κάποιου, τι, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φῠλακτέος: adj. verb. к φυλάσσω.