ζά: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζά:''' [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> Αιολ. αντί [[διά]]· <i>ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν</i>, σε Θεόκρ. <b>II.ζα-</b>, αχώριστο [[πρόθεμα]] = <i>δα-</i>, [[ἀρι-]], [[ἐρι-]], [[πολύ]], αρκετά, όπως στα <i>ζά-θεος</i>, <i>ζά-κοτος</i>, <i>ζα-μενής</i> κ.λπ.
|lsmtext='''ζά:''' [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> Αιολ. αντί [[διά]]· <i>ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν</i>, σε Θεόκρ. <b>II.ζα-</b>, αχώριστο [[πρόθεμα]] = <i>δα-</i>, [[ἀρι-]], [[ἐρι-]], [[πολύ]], αρκετά, όπως στα <i>ζά-θεος</i>, <i>ζά-κοτος</i>, <i>ζα-μενής</i> κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζά:''' <b class="num">I</b> (ᾰ) эол. = διά.
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζά Medium diacritics: ζά Low diacritics: ζα Capitals: ΖΑ
Transliteration A: Transliteration B: za Transliteration C: za Beta Code: za/

English (LSJ)

[ᾰ], Aeol. for διά, rarely as Prep.,

   A ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν Theoc.29.6, cf. IG12(2).484.3 (Mytil.); ζὰ νυκτός ap.Jo.Gramm.Comp.3.3; ζὰ χῶρις ἔχην Sapph.Oxy.1787 Fr.3ii 18; ζαβάλλω, ζάημι, etc.    2 as Prefix (cf. διά), very, in Ep. Adjs., ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, etc.; cf. ζαμενέω, ζάπλουτος, ζάφελος.

Greek (Liddell-Scott)

ζά: ᾰ, Αἰολ. ἀντὶ διά, ἀλλὰ σπανίως ἐν χρήσει ὡς πρόθ., ζὰ τὰ σὰν ἰδέαν Θεόκρ. 29. 6, Meineke· ζὰ νυκτός, παρ’ Ἰω. Γραμμ. π. Διαλ. σ. 384· οὕτω καὶ ἐν τοῖς Αἰολ. συνθέτοις ζαβάλτω, ζάβατος, ζάδηλος, ζαελαξάμην, ζάημι, ζανεκῶς, ζύγρα (ἴδε τὰς λέξ.)· οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατίνοις, zabolus ἀντὶ diabolus, zeta = δίαιτα. ΙΙ. ζα- ἀχώριστον προθεματικὸν μόριον, = δα-, ὡς τὰ ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, πολύ· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, ζαμενής, ζατρεφής, ζαφλεγής καὶ ζαχρηής, ἴσως ὡσαύτως ἐν τῷ ἐπιζάφελος. Ὁ Ἡσ. ὡσαύτως ἐν τῷ παραγώγῳ ῥήματι ζαμενέω· παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ζάμπλουτος.

French (Bailly abrégé)

éol. c. διά.

Greek Monotonic

ζά: [ᾰ],
I. Αιολ. αντί διά· ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν, σε Θεόκρ. II.ζα-, αχώριστο πρόθεμα = δα-, ἀρι-, ἐρι-, πολύ, αρκετά, όπως στα ζά-θεος, ζά-κοτος, ζα-μενής κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ζά: I (ᾰ) эол. = διά.