σκιαρόκομος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῐᾰρόκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σκῐᾰρόκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκιᾰρόκομος:''' густолиственный, тенистый ([[ὕλη]] Eur.).
}}
}}