δαίδαλμα: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαίδαλμα:''' -ατος, τό, [[έργο]] τέχνης, [[κομψοτέχνημα]], [[τεχνούργημα]] στολισμένο με πολλή [[τέχνη]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''δαίδαλμα:''' -ατος, τό, [[έργο]] τέχνης, [[κομψοτέχνημα]], [[τεχνούργημα]] στολισμένο με πολλή [[τέχνη]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δαίδαλμα:''' ατος τό художественное изделие, произведение искусства Theocr., Luc.
}}
}}