προσσυμβάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσσυμβάλλομαι:''' Μέσ., [[συνεισφέρω]] [[επιπλέον]] ή συγχρόνως, <i>προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς</i>, συνέβαλε, συνετέλεσε στην [[προθυμία]] τους, σε Θουκ.
|lsmtext='''προσσυμβάλλομαι:''' Μέσ., [[συνεισφέρω]] [[επιπλέον]] ή συγχρόνως, <i>προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς</i>, συνέβαλε, συνετέλεσε στην [[προθυμία]] τους, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσσυμβάλλομαι:''' староатт. [[προσξυμβάλλομαι]] содействовать возбуждению, возбуждать, усиливать (τῆς ὀργῆς Thuc.).
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσυμβάλλομαι Medium diacritics: προσσυμβάλλομαι Low diacritics: προσσυμβάλλομαι Capitals: ΠΡΟΣΣΥΜΒΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: prossymbállomai Transliteration B: prossymballomai Transliteration C: prossymvallomai Beta Code: prossumba/llomai

English (LSJ)

Med.,

   A contribute to besides or at the same time, abs., Hp.Fract.27; πρός τι Id.Art.30; cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 780] (s. βάλλω), mit dazu beitragen, v. l. zum Vor.

Greek (Liddell-Scott)

προσσυμβάλλομαι: συμβάλλομαι, συνεισφέρω προσέτι ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· πρός τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ νῆες, ὁ στόλος συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν (ἔνθα αἱ νῆες = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

Α
συμβάλλω, συντελώ και εγώ ή συνεισφέρω συγχρόνως με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

προσσυμβάλλομαι: Μέσ., συνεισφέρω επιπλέον ή συγχρόνως, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς, συνέβαλε, συνετέλεσε στην προθυμία τους, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσσυμβάλλομαι: староатт. προσξυμβάλλομαι содействовать возбуждению, возбуждать, усиливать (τῆς ὀργῆς Thuc.).