εὔποτμος: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔποτμος:''' -ον, [[ευτυχισμένος]], επιτυχημένος, ευημερών, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''εὔποτμος:''' -ον, [[ευτυχισμένος]], επιτυχημένος, ευημερών, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔποτμος:''' счастливый, блаженный ([[αἰών]] Aesch.; διά τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A happy, prosperous, αἰών A.Ag.246 (lyr.); δύνασις -οτάτα μελέων S. Fr.568, cf. Plu.2.58d (Comp.); of trees, flourishing, Sever. ap. Orib. 9.17.2 (Comp.). Adv. -μως Epist.Anaximen. ap. D.L.2.4, Muson. Fr.17p.93H.
German (Pape)
[Seite 1090] mit glücklichem Loose, glücklich, αἰών Aesch. Ag. 237; superl., Soph. frg. 146; in Prosa nur Plut., εὐποτμότερος de adul. et am. discr. 23. – Adv. εὐπότμως, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
εὔποτμος: -ον, εὐτυχής, αἰών Αἰσχύλ. Ἀγ. 245· εὐποτμότατε Σοφ. Ἀποσπ. 146, πρβλ. Πλούτ. 2. 58D. - Ἐππίρρ. εὐπότμως, εὐτυχῶς, Μουσώνιος 176, Σουΐδ., Ἡσύχ., Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
heureux;
Cp. εὐποτμότερος.
Étymologie: εὖ, πότμος.
Greek Monolingual
εὔποτμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλή τύχη, καλή μοίρα, ο ευτυχής
2. (για δέντρα) θαλερός, φουντωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πότμος.
Greek Monotonic
εὔποτμος: -ον, ευτυχισμένος, επιτυχημένος, ευημερών, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὔποτμος: счастливый, блаженный (αἰών Aesch.; διά τι Plut.).