ἐμπληστέος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπληστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἐμπίπλημι]], αυτό που πρέπει να γεμιστεί με [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐμπληστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἐμπίπλημι]], αυτό που πρέπει να γεμιστεί με [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπληστέος:''' adj. verb. к [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπληστέος Medium diacritics: ἐμπληστέος Low diacritics: εμπληστέος Capitals: ΕΜΠΛΗΣΤΕΟΣ
Transliteration A: emplēstéos Transliteration B: emplēsteos Transliteration C: emplisteos Beta Code: e)mplhste/os

English (LSJ)

α, ον, (ἐμπίμπλημι)

   A to be filled with, ὄγκου Pl.R.373b.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπληστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐμπίπλημι, πρέπει νὰ ἐμπλησθῇ, νὰ γεμισθῇ τι μέ τι, ἀλλ’ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα (ἡ πόλις) καὶ πλήθους Πλάτ. Πολ. 373Β.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἐμπίπλημι.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser llenado de c. gen. (πόλις) ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους Pl.R.373b.

Greek Monotonic

ἐμπληστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἐμπίπλημι, αυτό που πρέπει να γεμιστεί με κάτι, τινός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπληστέος: adj. verb. к ἐμπίπλημι.