πάρθεσαν: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάρθεσαν:''' Επικ. αντί <i>παρέθεσαν</i>, γʹ πληθ. αορ. βʹ του [[παρατίθημι]].
|lsmtext='''πάρθεσαν:''' Επικ. αντί <i>παρέθεσαν</i>, γʹ πληθ. αορ. βʹ του [[παρατίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''πάρθεσαν:''' эп. 3 л. pl. aor. 2 к [[παρατίθημι]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ao.2 act épq. de παρατίθημι.

English (Autenrieth)

see παρατίθημι.

Greek Monotonic

πάρθεσαν: Επικ. αντί παρέθεσαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του παρατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

πάρθεσαν: эп. 3 л. pl. aor. 2 к παρατίθημι.